3,274,921
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄκος''': -εος, τό, ([[ἀκέομαι]]) = [[θεραπεία]], [[ἴασις]], [[ἀνακούφισις]], καταφυγή, μ. γεν. πράγματος, τὸ ὁποῖον ἀποφεύγει τις: κακῶν, Ὀδ. Χ. 481· πρβλ. Ἰλ. Ι. 250, κτλ.· νυμφικῶν ἑδωλίων, Αἰσχύλ. Χο. 71· κύβους... τερπνὸν [[ἀργίας]] [[ἄκος]], Σοφ. Ἀποσπ. 380· κακὸν κακῷ διδοὺύς [[ἄκος]], ὁ αὐτ. Αἴ. 363: - ἀπολ. [[ἄκος]] εὑρεῖν, Ἰλ. Ι. 250· δίζησθαι, ἐξευρεῖν, ἐκπονεῖν, λαβεῖν, ποιεῖσθαι, Ἡρόδ. 1. 94., 4. 187., Αἰσχυλ. Ἰκ. 367, Εὐρ. Βάκχ. 327, Πλατ., κτλ.: - ἐν κυριολεκτικῇ ἰατρικῇ [[σημασία]], Ἱππ. Ὀξ. 383 καὶ (κατὰ ἰατρικήν μεταφοράν), [[ἄκος]] ἐντέμνειν, τέμνειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 17 (πρβλ. Χο. 539), Εὐρ. Ἀνδρ. 121: - [[ἄκος]] [ἐστί] μετ’ ἀπαρεμ., [[ἄκος]] γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι, ἀνωφελὲς [[εἶναι]] νὰ... Αἰσχυλ. Πρ. 43. 2) [[μέσον]] δι’ οὗ λαμβάνει τίς τι· μ. γεν. τοῦ ἐπιζητουμένου πράγματος, σωτηρίας, Εὐρ. Ἑλ. 1055. | |lstext='''ἄκος''': -εος, τό, ([[ἀκέομαι]]) = [[θεραπεία]], [[ἴασις]], [[ἀνακούφισις]], καταφυγή, μ. γεν. πράγματος, τὸ ὁποῖον ἀποφεύγει τις: κακῶν, Ὀδ. Χ. 481· πρβλ. Ἰλ. Ι. 250, κτλ.· νυμφικῶν ἑδωλίων, Αἰσχύλ. Χο. 71· κύβους... τερπνὸν [[ἀργίας]] [[ἄκος]], Σοφ. Ἀποσπ. 380· κακὸν κακῷ διδοὺύς [[ἄκος]], ὁ αὐτ. Αἴ. 363: - ἀπολ. [[ἄκος]] εὑρεῖν, Ἰλ. Ι. 250· δίζησθαι, ἐξευρεῖν, ἐκπονεῖν, λαβεῖν, ποιεῖσθαι, Ἡρόδ. 1. 94., 4. 187., Αἰσχυλ. Ἰκ. 367, Εὐρ. Βάκχ. 327, Πλατ., κτλ.: - ἐν κυριολεκτικῇ ἰατρικῇ [[σημασία]], Ἱππ. Ὀξ. 383 καὶ (κατὰ ἰατρικήν μεταφοράν), [[ἄκος]] ἐντέμνειν, τέμνειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 17 (πρβλ. Χο. 539), Εὐρ. Ἀνδρ. 121: - [[ἄκος]] [ἐστί] μετ’ ἀπαρεμ., [[ἄκος]] γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι, ἀνωφελὲς [[εἶναι]] νὰ... Αἰσχυλ. Πρ. 43. 2) [[μέσον]] δι’ οὗ λαμβάνει τίς τι· μ. γεν. τοῦ ἐπιζητουμένου πράγματος, σωτηρίας, Εὐρ. Ἑλ. 1055. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />remède ; κακῶν OD contre des maux ; [[ἄκος]] [[οὐδέν]] avec un inf. ESCHL il ne sert de rien de, <i>litt.</i> cela ne remédie à rien de.<br />'''Étymologie:''' apparenté avec [[ἦκα]] et [[ἀκέω]], [[ἀκέομαι]]. | |||
}} | }} |