3,277,191
edits
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσυλλόγιστος''': -ον, μὴ ἐξαγόμενος δι’ ὀρθοῦ συλλογισμοῦ, μὴ [[λογικός]], [[παράλογος]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 5, 2: - Ἐπίρρ. ἀσυλλογίστως [[αὐτόθι]] 1. 12, 7. 2) ὁ μὴ ὑπαγόμενος εἰς συλλογισμούς, [[ἀλόγιστος]], ἀνυπολόγιστος, Μένανδ. ἐν «Ξενολόγῳ» 2, Πλούτ. 2. 24Β, 580C. ΙΙ. ὁ μὴ ὀρθῶς συμπεραίνων τι, παραλογιζόμενος, Ἀριστ. Φυσ. 1. 3, 1, Μένανδ. ἐν Μονοστίχ. 50· [[ἀσυλλόγιστος]] τοῦ συμφέροντος, μὴ ὑπολογίζων αὐτό, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 9. 12, 3: - Ἐπίρρ. ἀσυλλογίστως Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 7· ἀσ. ἔχειν τινὸς Πλουτ. Καῖσ. 59. | |lstext='''ἀσυλλόγιστος''': -ον, μὴ ἐξαγόμενος δι’ ὀρθοῦ συλλογισμοῦ, μὴ [[λογικός]], [[παράλογος]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 5, 2: - Ἐπίρρ. ἀσυλλογίστως [[αὐτόθι]] 1. 12, 7. 2) ὁ μὴ ὑπαγόμενος εἰς συλλογισμούς, [[ἀλόγιστος]], ἀνυπολόγιστος, Μένανδ. ἐν «Ξενολόγῳ» 2, Πλούτ. 2. 24Β, 580C. ΙΙ. ὁ μὴ ὀρθῶς συμπεραίνων τι, παραλογιζόμενος, Ἀριστ. Φυσ. 1. 3, 1, Μένανδ. ἐν Μονοστίχ. 50· [[ἀσυλλόγιστος]] τοῦ συμφέροντος, μὴ ὑπολογίζων αὐτό, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 9. 12, 3: - Ἐπίρρ. ἀσυλλογίστως Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 7· ἀσ. ἔχειν τινὸς Πλουτ. Καῖσ. 59. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut atteindre par le raisonnement.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[συλλογίζομαι]]. | |||
}} | }} |