Anonymous

ἀναξαίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναξαίνω''': [[ξαίνω]] ἐκ νέου, [[ἀναξαίνω]], ἀφαιρῶ τὴν ἐπιδερμίδα ἕλκους ἐπουλωθέντος, μεταφ., [[ἐπαναφέρω]] εἰς τὴν μνήμην, ὡς τὸ Λατ. vulnus refricare, «λύπην παλαιῶν συμφορῶν ἀναξαίνει» Βαβρ. 12. 23, Θεμίστ.: - καὶ ἐν τῷ παθ., ἀναξαινομένης τῆς διαφορᾶς Πολύβ. 27. 6, 6· εἰς κάκωσιν ἀναξαινόμενον Πλούτ. 2. 610C. - «ἀναξαίνην, ἀνακινεῖν» Ἡσύχ.
|lstext='''ἀναξαίνω''': [[ξαίνω]] ἐκ νέου, [[ἀναξαίνω]], ἀφαιρῶ τὴν ἐπιδερμίδα ἕλκους ἐπουλωθέντος, μεταφ., [[ἐπαναφέρω]] εἰς τὴν μνήμην, ὡς τὸ Λατ. vulnus refricare, «λύπην παλαιῶν συμφορῶν ἀναξαίνει» Βαβρ. 12. 23, Θεμίστ.: - καὶ ἐν τῷ παθ., ἀναξαινομένης τῆς διαφορᾶς Πολύβ. 27. 6, 6· εἰς κάκωσιν ἀναξαινόμενον Πλούτ. 2. 610C. - «ἀναξαίνην, ἀνακινεῖν» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=rouvrir une plaie en la frottant <i>ou</i> en la grattant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ξαίνω]].
}}
}}