3,277,226
edits
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνέβρᾰχε''': (ἴδε *[[βράχω]]) γ΄ ἑν. ἀορ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, τὰ δ’ [[ἀνέβραχε]] [τὰ τεύχεα] «ποιὸν ἦχον ἀπετέλεσεν» (Σχόλ.), ἰσχυρῶς ἐκρότησαν, Ἰλ. Τ. 13· τὰ δ’ ἀνέβραχεν [τὰ [[θύρετρα]]], ἰσχυρῶς ἔτριξαν, Ὀδ. Φ. 48 · παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1147 ἐπὶ τοῦ ὕδατος, ἐξώρμησε [[μετὰ]] πατάγου (ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] ἀνέβροχε). Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. [[βρόξαι]] 7. | |lstext='''ἀνέβρᾰχε''': (ἴδε *[[βράχω]]) γ΄ ἑν. ἀορ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, τὰ δ’ [[ἀνέβραχε]] [τὰ τεύχεα] «ποιὸν ἦχον ἀπετέλεσεν» (Σχόλ.), ἰσχυρῶς ἐκρότησαν, Ἰλ. Τ. 13· τὰ δ’ ἀνέβραχεν [τὰ [[θύρετρα]]], ἰσχυρῶς ἔτριξαν, Ὀδ. Φ. 48 · παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1147 ἐπὶ τοῦ ὕδατος, ἐξώρμησε [[μετὰ]] πατάγου (ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] ἀνέβροχε). Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. [[βρόξαι]] 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>3ᵉ sg. ao.2</i>;<br />craquer, faire du bruit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], R. Βραχ faire du bruit. | |||
}} | }} |