Anonymous

ὀρειβατέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρειβᾰτέω''': [[διέρχομαι]] ὄρη, μετ’ αἰτ., Διόδ. 5. 39 ΙΙ. ἀμετάβ., περιφέρομαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Ἀνθ. Π. 10. 11, Πλουτ. Φάβ. 7, κτλ.
|lstext='''ὀρειβᾰτέω''': [[διέρχομαι]] ὄρη, μετ’ αἰτ., Διόδ. 5. 39 ΙΙ. ἀμετάβ., περιφέρομαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Ἀνθ. Π. 10. 11, Πλουτ. Φάβ. 7, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />marcher dans les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρειβάτης]].
}}
}}