ὀρειβατέω

English (LSJ)

A traverse mountains, c. acc., D.S.5.39.
II intr., roam the mountains, AP10.11 (Satyr.), Plu. Fab.7; of horses, Str.3.4.15.

German (Pape)

[Seite 371] auf Bergen wandeln, Ep. ad. 173 (X, 11); auch c. accus., τραχύτητας, D. Sic. 5, 39.

French (Bailly abrégé)

ὀρειβατῶ :
marcher dans les montagnes.
Étymologie: ὀρειβάτης.

Russian (Dvoretsky)

ὀρειβᾰτέω:
1 ходить по горам Plut., Anth.;
2 (о гористой местности), проходить, восходить, взбираться, преодолевать (τραχύτητας Diod.).

Greek Monolingual

(Α ὀρειβατῶ, ὀρειβατέω) ορειβάτης
νεοελλ.
εκτελώ αναβάσεις στα όρη, είμαι ορειβάτης
αρχ.
1. διαβαίνω τα όρη («καὶ τραχύτητας ἀπίστους ὀρειβατεῖν εἰωθότες», Διόδ.)
2. περιπλανιέμαι στα όρη, βαδίζω στα όρη.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειβᾰτέω: διέρχομαι ὄρη, μετ’ αἰτ., Διόδ. 5. 39 ΙΙ. ἀμετάβ., περιφέρομαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Ἀνθ. Π. 10. 11, Πλουτ. Φάβ. 7, κτλ.

Greek Monotonic

ὀρειβᾰτέω: διέρχομαι, σκαρφαλώνω στα βουνά, σε Ανθ., Πλούτ.

Middle Liddell

ὀρειβᾰτέω,
to roam the mountains, Anth., Plut. from ὀρειβάτης