Anonymous

περικνίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περικνίζω''': μέλλ. -ίσω, [[γαργαλίζω]] ἢ τσυμπῶ, [[πανταχόθεν]] «κνίζουσιν ἢ παίουσιν αὐτὸν περιθέοντες» [[Πολυδ]]. Θ΄, 113· - περιδάκνω, Διον. Ἁλ. 9. 32, Πλούτ. 2. 10D· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. ἀορ. περικνίξασθε, ἐπὶ τῶν μελισσῶν, Ἀνθ. Π. 9. 226.
|lstext='''περικνίζω''': μέλλ. -ίσω, [[γαργαλίζω]] ἢ τσυμπῶ, [[πανταχόθεν]] «κνίζουσιν ἢ παίουσιν αὐτὸν περιθέοντες» [[Πολυδ]]. Θ΄, 113· - περιδάκνω, Διον. Ἁλ. 9. 32, Πλούτ. 2. 10D· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. ἀορ. περικνίξασθε, ἐπὶ τῶν μελισσῶν, Ἀνθ. Π. 9. 226.
}}
{{bailly
|btext=gratter tout autour, ronger.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κνίζω]].
}}
}}