Anonymous

θάλεια: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θάλεια''': ἡ, θάλλουσα, [[ὡραία]], [[ἄφθονος]]· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ εὐωχίας ἢ συμποσίων, θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ Ὀδ. Θ. 76, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 740· θεοῦ ἐς δαῖτα θάλειαν Ὀδ. Γ. 420· [[φόρμιγξ]] διαιτὶ [[συνήορος]]... θαλείῃ Θ. 99· τίθεντο δὲ δαῖτα θάλ. Ἰλ. Η. 475· πρβλ. [[εἰλαπίνη]] [[τεθαλυῖα]]· οὕτω καὶ βραδύτερον, [[δαὶς]] [[θάλεια]] Σοφ. Ἀποσπ. 539· ἐπὶ δαῖτα θ. Φερεκρ. Χειρ. 2· πίνειν ἐν δαιτὶ θ. Ἕρμιππ. Φορμ. 2. 11· θάλειαν ὁρτὴν ἀγάγωμεν Ἀνακρ. 54· μοῖραν θάλειαν, πλουσίαν μερίδα, Πίνδ. Ν. 10. 99. - Ἐν ἅπασι τούτοις τοῖς χωρίοις ἡ λέξ. [[θάλεια]] εἶνε φανερῶς ἐπίθ.· ἀλλὰ καὶ ἡ [[ποσότης]] καὶ ὁ τονισμὸς δεικνύουσιν ὅτι δὲν δύναται νὰ εἶνε θηλ. τοῦ θάλειος, [[ὅπερ]] πρῶτον ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἀνθολ. καὶ ἀναμφιβόλως ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ τύπου [[θάλεια]]). Ἀνήκει εἰς τὴν μικρὰν τάξιν τῶν ἀνεξαρτήτων θηλ. ἐπιθέτων, [[οἷον]] τὸ [[πότνια]]. Τὸ ἀρσεν. ἔπρεπε νὰ ἦτο θάλυς, [[ὅπερ]] ἤδη παρίσταται διὰ τοῦ [[θῆλυς]] ἢ [[θαλερός]]· πρβλ. [[θάλεα]], τά. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἴδε ἐν λ. [[θαλία]] ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Θάλεια, ἡ, μία τῶν Μουσῶν, κατ’ ἀκριβολογίαν, ἡ θάλλουσα, Ἡσ. Θ. 77· βραδύτερον, ἡ [[Μοῦσα]] τῆς Κωμῳδίας, Θαλίη ([[οὕτως]] ἀναγνωστ. ἀντὶ Θάλεια) ἐν Ἀνθ. Π. 9. 505, πρβλ. Πλούτ. 2. 744F, 746C. 2) μία τῶν Χαρίτων, προστάτις τῶν ἑορταστικῶν πανηγύρεων, Πλούτ. 2. 778D· Θαλίη ἐν Ἡσ. Θ. 909. - Πρβλ. Εὐφροσύνη.
|lstext='''θάλεια''': ἡ, θάλλουσα, [[ὡραία]], [[ἄφθονος]]· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ εὐωχίας ἢ συμποσίων, θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ Ὀδ. Θ. 76, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 740· θεοῦ ἐς δαῖτα θάλειαν Ὀδ. Γ. 420· [[φόρμιγξ]] διαιτὶ [[συνήορος]]... θαλείῃ Θ. 99· τίθεντο δὲ δαῖτα θάλ. Ἰλ. Η. 475· πρβλ. [[εἰλαπίνη]] [[τεθαλυῖα]]· οὕτω καὶ βραδύτερον, [[δαὶς]] [[θάλεια]] Σοφ. Ἀποσπ. 539· ἐπὶ δαῖτα θ. Φερεκρ. Χειρ. 2· πίνειν ἐν δαιτὶ θ. Ἕρμιππ. Φορμ. 2. 11· θάλειαν ὁρτὴν ἀγάγωμεν Ἀνακρ. 54· μοῖραν θάλειαν, πλουσίαν μερίδα, Πίνδ. Ν. 10. 99. - Ἐν ἅπασι τούτοις τοῖς χωρίοις ἡ λέξ. [[θάλεια]] εἶνε φανερῶς ἐπίθ.· ἀλλὰ καὶ ἡ [[ποσότης]] καὶ ὁ τονισμὸς δεικνύουσιν ὅτι δὲν δύναται νὰ εἶνε θηλ. τοῦ θάλειος, [[ὅπερ]] πρῶτον ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἀνθολ. καὶ ἀναμφιβόλως ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ τύπου [[θάλεια]]). Ἀνήκει εἰς τὴν μικρὰν τάξιν τῶν ἀνεξαρτήτων θηλ. ἐπιθέτων, [[οἷον]] τὸ [[πότνια]]. Τὸ ἀρσεν. ἔπρεπε νὰ ἦτο θάλυς, [[ὅπερ]] ἤδη παρίσταται διὰ τοῦ [[θῆλυς]] ἢ [[θαλερός]]· πρβλ. [[θάλεα]], τά. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἴδε ἐν λ. [[θαλία]] ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Θάλεια, ἡ, μία τῶν Μουσῶν, κατ’ ἀκριβολογίαν, ἡ θάλλουσα, Ἡσ. Θ. 77· βραδύτερον, ἡ [[Μοῦσα]] τῆς Κωμῳδίας, Θαλίη ([[οὕτως]] ἀναγνωστ. ἀντὶ Θάλεια) ἐν Ἀνθ. Π. 9. 505, πρβλ. Πλούτ. 2. 744F, 746C. 2) μία τῶν Χαρίτων, προστάτις τῶν ἑορταστικῶν πανηγύρεων, Πλούτ. 2. 778D· Θαλίη ἐν Ἡσ. Θ. 909. - Πρβλ. Εὐφροσύνη.
}}
{{bailly
|btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br />florissant ; abondant.<br />'''Étymologie:''' fém. de *θάλειος ou de *θάλυς = [[θῆλυς]].
}}
}}