Anonymous

ἐπώμοτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπώμοτος''': -ον, ([[ἐπόμνυμι]]), ὡρκισμένος, οὕνεχ’ ὅρκων οἷσιν ἦν [[ἐπώμοτος]] (διάφ. γρ. [[ἐνώμοτος]]) Σοφ. Αἴ. 1113 οὐκ [[ἐπώμοτος]] λέγων δάμαρτ’ ἔφασκες Ἡρακλεῖ ταύτην ἄγειν; ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 427, πρβλ. [[ἐνώμοτος]]. ΙΙ. Παθ., [[μάρτυς]] τῶν ὅρκων, ὡς τὸ [[ὅρκιος]], Ζῆν’ ἔχων ἐπώμοτον, «[[τουτέστι]] τοῦ ὅρκου ἐγγυητὴν» (Σουΐδ.), Σοφ. Τραχ. 1188.
|lstext='''ἐπώμοτος''': -ον, ([[ἐπόμνυμι]]), ὡρκισμένος, οὕνεχ’ ὅρκων οἷσιν ἦν [[ἐπώμοτος]] (διάφ. γρ. [[ἐνώμοτος]]) Σοφ. Αἴ. 1113 οὐκ [[ἐπώμοτος]] λέγων δάμαρτ’ ἔφασκες Ἡρακλεῖ ταύτην ἄγειν; ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 427, πρβλ. [[ἐνώμοτος]]. ΙΙ. Παθ., [[μάρτυς]] τῶν ὅρκων, ὡς τὸ [[ὅρκιος]], Ζῆν’ ἔχων ἐπώμοτον, «[[τουτέστι]] τοῦ ὅρκου ἐγγυητὴν» (Σουΐδ.), Σοφ. Τραχ. 1188.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui jure par, lié par serment;<br /><b>2</b> attesté par serment.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπόμνυμι]].
}}
}}