Anonymous

ἐπώμοτος: Difference between revisions

From LSJ
14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui jure par, lié par serment;<br /><b>2</b> attesté par serment.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπόμνυμι]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui jure par, lié par serment;<br /><b>2</b> attesté par serment.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπόμνυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπώμοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βεβαιώνει [[κάτι]] με όρκο («οὐκ [[ἐπώμοτος]] λέγων δάκαρτ’ ἔφασκες Ἡρακλεῑ ταύτην ἄγειν;», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μάρτυρας]] τών όρκων, όρκιος («Ζῆν’ ἔχων ἐπώμοτον» — έχοντας τον Δία ως μάρτυρα του όρκου μου, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> - <i>ομοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όμνυμι</i>. Το <i>ω</i> λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
}}