3,277,190
edits
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄμη''': ἡ, [[πτύον]], [[πτυάριον]] ἢ [[σκαπάνη]], [[δίκελλα]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1145, Εἰρ. 426, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 34. 2) [[καδίσκος]] πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, [[ἄντλημα]], κουβᾶς, Λατ. hama, ἄμαις καὶ σκάφαις ἁρύσασθαι, παροιμ. ἐπὶ [[μεγάλης]] ἀφθονίας, Πλούτ. 2. 963C. 3) [[σκαλιστήριον]], [[ἀγρίφη]], «τσουγκράνα» πρὸς ἰσοπέδωσιν τῆς γῆς ἢ συλλογὴν τῶν ξηρῶν χόρτων, Γεωπ. 4) Ἰων. ἀντὶ [[ἄμης]], Ἀθήν. 644F. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ [[ἀμάω]]). | |lstext='''ἄμη''': ἡ, [[πτύον]], [[πτυάριον]] ἢ [[σκαπάνη]], [[δίκελλα]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1145, Εἰρ. 426, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 34. 2) [[καδίσκος]] πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, [[ἄντλημα]], κουβᾶς, Λατ. hama, ἄμαις καὶ σκάφαις ἁρύσασθαι, παροιμ. ἐπὶ [[μεγάλης]] ἀφθονίας, Πλούτ. 2. 963C. 3) [[σκαλιστήριον]], [[ἀγρίφη]], «τσουγκράνα» πρὸς ἰσοπέδωσιν τῆς γῆς ἢ συλλογὴν τῶν ξηρῶν χόρτων, Γεωπ. 4) Ἰων. ἀντὶ [[ἄμης]], Ἀθήν. 644F. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ [[ἀμάω]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> bêche, pioche;<br /><b>2</b> vase à puiser de l’eau.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἀμάομαι]]. | |||
}} | }} |