Anonymous

σύνδυο: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύνδυο''': οἱ, αἱ, τά, δύο [[ὁμοῦ]], ἀνὰ δύο, κατὰ ζεύγη, Λατ. bini, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 74, Πινδ. Π. 3. 146, Ἡρόδ. 4. 66, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 29, Πλάτ., κλπ.· [[σύνδυο]] ἀμετάβλ. ἐν τῇ δοτ., Πολύβ. 8. 6, 2. ― Περὶ τοῦ χωρίου τῆς Ἰλ. Κ. 224, ἴδε ἐν λ. [[συνέρχομαι]] Ι.
|lstext='''σύνδυο''': οἱ, αἱ, τά, δύο [[ὁμοῦ]], ἀνὰ δύο, κατὰ ζεύγη, Λατ. bini, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 74, Πινδ. Π. 3. 146, Ἡρόδ. 4. 66, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 29, Πλάτ., κλπ.· [[σύνδυο]] ἀμετάβλ. ἐν τῇ δοτ., Πολύβ. 8. 6, 2. ― Περὶ τοῦ χωρίου τῆς Ἰλ. Κ. 224, ἴδε ἐν λ. [[συνέρχομαι]] Ι.
}}
{{bailly
|btext=([[οἱ]], [[αἱ]], [[τά]])<br />deux ensemble, deux à deux.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δύο]].
}}
}}