Anonymous

κροῦσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κροῦσις''': -εως, ἡ, ([[κρούω]]) τὸ κρούειν, κτυπεῖν, ἡ πρὸς ἄλληλα κρ. τῶν ὅπλων Πλουτ. Αἰμ. 32· ποδὸς κρούσει [[ἔδαφος]], κτυπῶν διὰ τοῦ ποδός, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 6. 2) τὸ κρούειν πήλινα ἀγγεῖα [[χάριν]] δοκιμῆς [[μήπως]] [[εἶναι]] «ῥαγισμένα», καὶ [[καθόλου]], ἀκριβὴς [[ἐξέτασις]], Σχόλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 317, Σουΐδ. 3) μεταφ., ἐπὶ σοφιστικῶν ἀποπειρῶν πρὸς ἀπάτην, [[ἀπάτη]] ([[κρούω]] 7), Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 4) τὸ κρούειν ἔγχορδον [[ὄργανον]], Πλουτ. Περ. 15., 2. 1137Β, κτλ.· ― ἀκολούθως [[καθόλου]], ἐνόργανος [[μουσική]], Πολύβ. 30. 13, 5· παρὰ τὴν κροῦσιν λέγειν ἐπὶ ἀπαγγελίας, ᾄδειν δὲ ἐπὶ ᾄσματος ἢ μελῳδίας ἐν συνοδείᾳ ἐνοργάνου μουσικῆς, Πλούτ. 2. 1141A· [[κροῦσις]] ὑπὸ τήν ᾠδήν, [[πλήρης]] ἐνόργανος [[συμφωνία]], [[αὐτόθι]].
|lstext='''κροῦσις''': -εως, ἡ, ([[κρούω]]) τὸ κρούειν, κτυπεῖν, ἡ πρὸς ἄλληλα κρ. τῶν ὅπλων Πλουτ. Αἰμ. 32· ποδὸς κρούσει [[ἔδαφος]], κτυπῶν διὰ τοῦ ποδός, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 6. 2) τὸ κρούειν πήλινα ἀγγεῖα [[χάριν]] δοκιμῆς [[μήπως]] [[εἶναι]] «ῥαγισμένα», καὶ [[καθόλου]], ἀκριβὴς [[ἐξέτασις]], Σχόλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 317, Σουΐδ. 3) μεταφ., ἐπὶ σοφιστικῶν ἀποπειρῶν πρὸς ἀπάτην, [[ἀπάτη]] ([[κρούω]] 7), Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 4) τὸ κρούειν ἔγχορδον [[ὄργανον]], Πλουτ. Περ. 15., 2. 1137Β, κτλ.· ― ἀκολούθως [[καθόλου]], ἐνόργανος [[μουσική]], Πολύβ. 30. 13, 5· παρὰ τὴν κροῦσιν λέγειν ἐπὶ ἀπαγγελίας, ᾄδειν δὲ ἐπὶ ᾄσματος ἢ μελῳδίας ἐν συνοδείᾳ ἐνοργάνου μουσικῆς, Πλούτ. 2. 1141A· [[κροῦσις]] ὑπὸ τήν ᾠδήν, [[πλήρης]] ἐνόργανος [[συμφωνία]], [[αὐτόθι]].
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de heurter, de choquer : ἡ πρὸς ἄλληλα [[κροῦσις]] [[τῶν]] ὅπλων PLUT choc des armes les unes contre les autres;<br /><b>2</b> action de jouer d’un instrument à cordes ; <i>p. ext.</i> air de musique, <i>d’où les loc.</i> παρὰ τὴν κροῦσιν λέγειν PLUT dire le récitatif avec accompagnement de musique, <i>p. opp. à</i> παρὰ τὴν κροῦσιν [[ᾄδειν]] PLUT chanter les airs avec accompagnement de musique ; [[κροῦσις]] ὑπὸ τὴν ᾠδήν PLUT jeu d’instrument de musique pour accompagner un chant ; <i>p. anal.</i> artifice oratoire.<br />'''Étymologie:''' [[κρούω]].
}}
}}