Anonymous

ἔμβαμμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔμβαμμα''': τό, [[ζώμευμα]], [[ζωμός]], «σάλτσα», παντοδαπὰ ἐμβάμματα καὶ βρώματα Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4, Θεόπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 2· οἴνου [[ἔμβαμμα]], «κρασάτη σάλτσα», Εὐστ. Πονημάτ. 311, 90.
|lstext='''ἔμβαμμα''': τό, [[ζώμευμα]], [[ζωμός]], «σάλτσα», παντοδαπὰ ἐμβάμματα καὶ βρώματα Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4, Θεόπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 2· οἴνου [[ἔμβαμμα]], «κρασάτη σάλτσα», Εὐστ. Πονημάτ. 311, 90.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sauce.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβάπτω]].
}}
}}