3,277,121
edits
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔμβαμμα''': τό, [[ζώμευμα]], [[ζωμός]], «σάλτσα», παντοδαπὰ ἐμβάμματα καὶ βρώματα Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4, Θεόπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 2· οἴνου [[ἔμβαμμα]], «κρασάτη σάλτσα», Εὐστ. Πονημάτ. 311, 90. | |lstext='''ἔμβαμμα''': τό, [[ζώμευμα]], [[ζωμός]], «σάλτσα», παντοδαπὰ ἐμβάμματα καὶ βρώματα Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4, Θεόπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 2· οἴνου [[ἔμβαμμα]], «κρασάτη σάλτσα», Εὐστ. Πονημάτ. 311, 90. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />sauce.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβάπτω]]. | |||
}} | }} |