ἔμβαμμα

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβαμμα Medium diacritics: ἔμβαμμα Low diacritics: έμβαμμα Capitals: ΕΜΒΑΜΜΑ
Transliteration A: émbamma Transliteration B: embamma Transliteration C: emvamma Beta Code: e)/mbamma

English (LSJ)

-ατος, τό, sauce, soup, X.Cyr.1.3.4, Theopomp.Com.8, Ath.Med. ap. Orib.inc.23.4, Aret.CD1.3, etc.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
salsa παντοδαπὰ ἐμβάμματα καὶ βρώματα X.Cyr.1.3.4, προσὸν ἔ. τοῖς ἄρτοις Theopomp.Com.9, ἐμβάμματος de salsa, e.d., para guardar la salsa inscr. en un ánfora IDE 198 (II/III d.C.), en dietas, Ath.Med. en Orib.Inc.41.4, Aret.CD 1.3.12.

German (Pape)

[Seite 804] τό, die Brühe, zum Eintauchen; Xen. Cyr. 1, 3, 4; Ath. IX, 368 a.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sauce.
Étymologie: ἐμβάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἔμβαμμα: ατος τό ἐμβάπτω подливка, соус Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβαμμα: τό, ζώμευμα, ζωμός, «σάλτσα», παντοδαπὰ ἐμβάμματα καὶ βρώματα Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4, Θεόπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 2· οἴνου ἔμβαμμα, «κρασάτη σάλτσα», Εὐστ. Πονημάτ. 311, 90.

Greek Monolingual

ἔμβαμμα, το (AM)
σάλτσα με ζουμί από κρέας και καρυκεύματα
μσν.
φρ. «οἴνου ἔμβαμμα» — κρασάτη σάλτσα.

Greek Monotonic

ἔμβαμμα: -ατος, τό (ἐμβάπτω), σάλτσα, ζωμός, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἔμβαμμα, ατος, τό, ἐμβάπτω
sauce, soup, Xen.