3,277,300
edits
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πνευμάτιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πνεῦμα]], ὀλίγη τις πνοὴ ἢ ζωή, Πολύβ. 15. 31, 5, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 2. 2, κτλ. 2) φούσκωμα, ἀέρια ἐν τῷ στομάχῳ, ἐν τῷ πληθ., Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 26. | |lstext='''πνευμάτιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πνεῦμα]], ὀλίγη τις πνοὴ ἢ ζωή, Πολύβ. 15. 31, 5, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 2. 2, κτλ. 2) φούσκωμα, ἀέρια ἐν τῷ στομάχῳ, ἐν τῷ πληθ., Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />souffle de vie, souffle.<br />'''Étymologie:''' [[πνεῦμα]]. | |||
}} | }} |