πνευμάτιον
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
τό, Dim. of πνεῦμα,
A a little breath or little life, Plb.15.31.5, M.Ant.2.2, etc.; opp. σωμάτιον, Arr.Epict.2.1.17.
2 flatulence, Damox.2.26 (pl.).
3 respiration, Agathin. ap. Orib.10.7.22.
4 a light breeze, Antig.Mir.51.
German (Pape)
[Seite 640] τό, dim. von πνεῦμα, ärmliches Leben, Pol. 15, 31, 5, M. Ant. 2, 2; kleiner Hauch, Damox. com. bei Ath. III, 102 c.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
souffle de vie, souffle.
Étymologie: πνεῦμα.
Greek (Liddell-Scott)
πνευμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πνεῦμα, ὀλίγη τις πνοὴ ἢ ζωή, Πολύβ. 15. 31, 5, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 2. 2, κτλ. 2) φούσκωμα, ἀέρια ἐν τῷ στομάχῳ, ἐν τῷ πληθ., Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 26.
Russian (Dvoretsky)
πνευμάτιον: (ᾰ) τό [demin. к πνεῦμα 4] жалкая жизнь Polyb.