Anonymous

μεταγενής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταγενής''': -ές, ὁ [[μετὰ]] [[ταῦτα]] γεννηθείς, ὁ [[μεταγενής]], ὁ [[νεώτατος]], ὁ [[ἔσχατος]] γεννηθείς, Μένανδρ. ἐν «Ἐμπιπραμένῃ» 1· συγκρ. μεταγενέστερος, Διοσκ. 12. 11, Λουκ. π. Ὀρχ. 80· οἱ μεταγενέστεροι, οἱ [[μετὰ]] [[ταῦτα]] ἐσόμενοι, Διόδ. 11. 14. 2) ὁ ἀνήκων εἰς ὑστέρους χρόνους, μεταγενέστεροι συγγραφεῖς Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 9.
|lstext='''μεταγενής''': -ές, ὁ [[μετὰ]] [[ταῦτα]] γεννηθείς, ὁ [[μεταγενής]], ὁ [[νεώτατος]], ὁ [[ἔσχατος]] γεννηθείς, Μένανδρ. ἐν «Ἐμπιπραμένῃ» 1· συγκρ. μεταγενέστερος, Διοσκ. 12. 11, Λουκ. π. Ὀρχ. 80· οἱ μεταγενέστεροι, οἱ [[μετὰ]] [[ταῦτα]] ἐσόμενοι, Διόδ. 11. 14. 2) ὁ ἀνήκων εἰς ὑστέρους χρόνους, μεταγενέστεροι συγγραφεῖς Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 9.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />né plus tard ; <i>en gén.</i> dernier;<br /><i>Cp.</i> μεταγενέστερος postérieur, ultérieur.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[γίγνομαι]].
}}
}}