3,277,218
edits
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταγενής''': -ές, ὁ [[μετὰ]] [[ταῦτα]] γεννηθείς, ὁ [[μεταγενής]], ὁ [[νεώτατος]], ὁ [[ἔσχατος]] γεννηθείς, Μένανδρ. ἐν «Ἐμπιπραμένῃ» 1· συγκρ. μεταγενέστερος, Διοσκ. 12. 11, Λουκ. π. Ὀρχ. 80· οἱ μεταγενέστεροι, οἱ [[μετὰ]] [[ταῦτα]] ἐσόμενοι, Διόδ. 11. 14. 2) ὁ ἀνήκων εἰς ὑστέρους χρόνους, μεταγενέστεροι συγγραφεῖς Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 9. | |lstext='''μεταγενής''': -ές, ὁ [[μετὰ]] [[ταῦτα]] γεννηθείς, ὁ [[μεταγενής]], ὁ [[νεώτατος]], ὁ [[ἔσχατος]] γεννηθείς, Μένανδρ. ἐν «Ἐμπιπραμένῃ» 1· συγκρ. μεταγενέστερος, Διοσκ. 12. 11, Λουκ. π. Ὀρχ. 80· οἱ μεταγενέστεροι, οἱ [[μετὰ]] [[ταῦτα]] ἐσόμενοι, Διόδ. 11. 14. 2) ὁ ἀνήκων εἰς ὑστέρους χρόνους, μεταγενέστεροι συγγραφεῖς Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />né plus tard ; <i>en gén.</i> dernier;<br /><i>Cp.</i> μεταγενέστερος postérieur, ultérieur.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[γίγνομαι]]. | |||
}} | }} |