μεταγενής
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
μεταγενές,
A born after, ὁ μεταγενής the youngest, Men.154: Comp. μεταγενέστερος D.S.12.11, Luc.Salt.80; οἱ μεταγενέστεροι posterity, D.S. 11.14, J.BJ2.8.10, Hierocl.in CA 4p.426M.
2 of later time, μεταγενέστεροι συγγραφεῖς D.H.Th.9: hence, in Philos., ταῦτα μεταγενέστερα τῶν γενῶν τοῦ ὄντος prob. in Procl. in Prm.p.850 S.; also μ. μετὰ ταῦτα τὴν πολυπραγμοσύνην consequent, Phld.Rh.2.262 S.
German (Pape)
[Seite 145] ές, nachher, später geboren; Men. bei Ath. XIII, 559 e; Luc. de salt. 80; gew. im compar., οἱ μεταγενέστεροι, die Nachkommen, D. Sic. 1, 15. 11, 14; Plut. u. A.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
né plus tard ; en gén. dernier;
Cp. μεταγενέστερος postérieur, ultérieur.
Étymologie: μετά, γίγνομαι.
Russian (Dvoretsky)
μεταγενής: тж. compar. родившийся позже, т. е. младший Men., Luc.: οἱ μεταγενέστεροι Diod. потомки.
Greek (Liddell-Scott)
μεταγενής: -ές, ὁ μετὰ ταῦτα γεννηθείς, ὁ μεταγενής, ὁ νεώτατος, ὁ ἔσχατος γεννηθείς, Μένανδρ. ἐν «Ἐμπιπραμένῃ» 1· συγκρ. μεταγενέστερος, Διοσκ. 12. 11, Λουκ. π. Ὀρχ. 80· οἱ μεταγενέστεροι, οἱ μετὰ ταῦτα ἐσόμενοι, Διόδ. 11. 14. 2) ὁ ἀνήκων εἰς ὑστέρους χρόνους, μεταγενέστεροι συγγραφεῖς Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 9.
Greek Monolingual
μεταγενής, -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε κατόπιν, ο μεταγενέστερος, ο μετά από άλλον ή μετά από κάποιο γεγονός
2. το αρσ. ως ουσ. ο μεταγενής
ο νεώτατος, ο πιο νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -γενής (< γένος), πρβλ. και προγενής (> προγενέστερος)].