3,274,921
edits
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑστιάτωρ''': ᾱ, ορος, ὁ, ὁ ἑστιῶν τινα, ὁ φιλεύων ἤ φιλοξενῶν τινα, Πλάτ. Πολ. 421Β, Τίμ. ἐν ἀρχῇ. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἑστιάτωρ]]· ὁ δειπνίζων, ὁ εἰς εὐφροσύνην καί εὐωχίαν καλῶν, [[ἤγουν]] [[τροφεύς]]». 2) ἐν Ἀθήναις, ὁ τράπεζαν παρατιθείς τοῖς [[ἑαυτοῦ]] συμφυλέταις, «εἱστίων (δέ) τάς φυλάς οἱ μέν ἐθελονταί οἱ δέ κληρωτοί» (Ἁρποκρ.) Δημ. 463. 15., 996, 24· πρβλ. [[ἑστίασις]], [[ἑστιάω]]. 3) μεταφ. ὁ ἐξαπατῶν Θεμίστ. 301Α. ΙΙ. ὁ ἑστιώμενος, φιλευόμενος [[ἕκαστος]] ἀπέφερε τῶν ἑστιατόρων ὁλομελῆ κρέα χερσαίων τε καί πτηνῶν καί θαλαττίων ζῴων [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 540C. | |lstext='''ἑστιάτωρ''': ᾱ, ορος, ὁ, ὁ ἑστιῶν τινα, ὁ φιλεύων ἤ φιλοξενῶν τινα, Πλάτ. Πολ. 421Β, Τίμ. ἐν ἀρχῇ. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἑστιάτωρ]]· ὁ δειπνίζων, ὁ εἰς εὐφροσύνην καί εὐωχίαν καλῶν, [[ἤγουν]] [[τροφεύς]]». 2) ἐν Ἀθήναις, ὁ τράπεζαν παρατιθείς τοῖς [[ἑαυτοῦ]] συμφυλέταις, «εἱστίων (δέ) τάς φυλάς οἱ μέν ἐθελονταί οἱ δέ κληρωτοί» (Ἁρποκρ.) Δημ. 463. 15., 996, 24· πρβλ. [[ἑστίασις]], [[ἑστιάω]]. 3) μεταφ. ὁ ἐξαπατῶν Θεμίστ. 301Α. ΙΙ. ὁ ἑστιώμενος, φιλευόμενος [[ἕκαστος]] ἀπέφερε τῶν ἑστιατόρων ὁλομελῆ κρέα χερσαίων τε καί πτηνῶν καί θαλαττίων ζῴων [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 540C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορός (ὁ) :<br />celui qui donne un repas comme maître de maison.<br />'''Étymologie:''' [[ἑστιάω]]. | |||
}} | }} |