Anonymous

μόρφνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μόρφνος''': ὁ, ἐπίθ. ἀετοῦ, Ἰλ. Ω. 316, Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 134· - πιθ. ἐδήλου [[χρῶμα]], [[μέλας]] (ἐκ τοῦ [[ὄρφνη]] προτασσομένου τοῦ μ), Λατ. furvus· πρβλ. [[περκνός]]· ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. ἐθεώρει τὴν λέξ. ὡς οὐσιαστ. ἴδε [[νηττοκτόνος]], - Παρὰ τῷ Ἡσ. [[ἐσφαλμένως]] φέρεται μορφνός, πρβλ. Ἀρκάδ. 62. 9 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] [[ἀναγνωστέον]] [[μέλας]] ἀντὶ [[μέγας]]), πρβλ. [[ὡσαύτως]] Λοβεκ. Παραλ. 371. 344.
|lstext='''μόρφνος''': ὁ, ἐπίθ. ἀετοῦ, Ἰλ. Ω. 316, Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 134· - πιθ. ἐδήλου [[χρῶμα]], [[μέλας]] (ἐκ τοῦ [[ὄρφνη]] προτασσομένου τοῦ μ), Λατ. furvus· πρβλ. [[περκνός]]· ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. ἐθεώρει τὴν λέξ. ὡς οὐσιαστ. ἴδε [[νηττοκτόνος]], - Παρὰ τῷ Ἡσ. [[ἐσφαλμένως]] φέρεται μορφνός, πρβλ. Ἀρκάδ. 62. 9 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] [[ἀναγνωστέον]] [[μέλας]] ἀντὶ [[μέγας]]), πρβλ. [[ὡσαύτως]] Λοβεκ. Παραλ. 371. 344.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de couleur sombre, noirâtre, noir.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ὄρφνη]].
}}
}}