3,274,214
edits
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γῆρας''': τό, γεν. γήραος, παρ’ Ὁμ., Ἀττ. συνῃρ. [[γήρως]] καὶ πολὺ μεταγεν. γήρατος · δοτ. γήραϊ, Ἀττ. συνῃρ. γήρᾳ, Σοφ. Αἴ. 507, μεταγ. γήρει, Ἑβδ., Τζέτζ. (ἴδε ἐν λ. [[γέρων]])·― γεροντικὴ [[ἡλικία]]· ὁ Ὅμ. κατὰ τὸ πλεῖστον προσθέτει ἐπίθετα λυγρόν, στυγερόν, χαλεπόν, (ἴδε ἐν λ. [[οὐδός]])· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γ. λιπαρόν, Ὀδ. Τ. 368· γ. πολιὸν Θέογν. 174 · [[γῆρας]] ἐκδῦναι, ἀποσείσασθαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 336, Λυσ. 670 ([[ὅπερ]] φαίνεται σχετιζόμενον πρὸς τὴν σημασ. ΙΙ)· ἐπὶ [[γήρως]], εἰς τὴν γεροντικὴν ἡλικίαν, «᾽ς τὰ γεράματα», ὁ αὐτ. Ἱππ. 524 · ἐν τῷ γήρᾳ, ἐν γήρᾳ Πλάτ. Πολιτ. 329C, Λυσίας 197. 25· σὺν γήρᾳ, ἐν γ. βαρὺς Σοφ. Ο. Τ. 17, Αἴ. 1017· διανοίας γ. Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 25 μεταφ., οὐκ ἔστι [[γῆρας]] τοῦδε τοῦ μιάσματος, δηλ. τοῦτο [[οὐδέποτε]] τελευτᾷ ἢ λησμονεῖται, λήγει, Αἰσχύλ. Θήβ. 682. ΙΙ. τὸ παλαιὸν δέρμα, [[ὅπερ]] ὁ [[ὄφις]] ἀποδύεται, [[γῆρας]] ἐκδύειν Ἀριστ. Ἰστ. Ζ. 5. 17, 10., 8. 17, 11. | |lstext='''γῆρας''': τό, γεν. γήραος, παρ’ Ὁμ., Ἀττ. συνῃρ. [[γήρως]] καὶ πολὺ μεταγεν. γήρατος · δοτ. γήραϊ, Ἀττ. συνῃρ. γήρᾳ, Σοφ. Αἴ. 507, μεταγ. γήρει, Ἑβδ., Τζέτζ. (ἴδε ἐν λ. [[γέρων]])·― γεροντικὴ [[ἡλικία]]· ὁ Ὅμ. κατὰ τὸ πλεῖστον προσθέτει ἐπίθετα λυγρόν, στυγερόν, χαλεπόν, (ἴδε ἐν λ. [[οὐδός]])· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γ. λιπαρόν, Ὀδ. Τ. 368· γ. πολιὸν Θέογν. 174 · [[γῆρας]] ἐκδῦναι, ἀποσείσασθαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 336, Λυσ. 670 ([[ὅπερ]] φαίνεται σχετιζόμενον πρὸς τὴν σημασ. ΙΙ)· ἐπὶ [[γήρως]], εἰς τὴν γεροντικὴν ἡλικίαν, «᾽ς τὰ γεράματα», ὁ αὐτ. Ἱππ. 524 · ἐν τῷ γήρᾳ, ἐν γήρᾳ Πλάτ. Πολιτ. 329C, Λυσίας 197. 25· σὺν γήρᾳ, ἐν γ. βαρὺς Σοφ. Ο. Τ. 17, Αἴ. 1017· διανοίας γ. Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 25 μεταφ., οὐκ ἔστι [[γῆρας]] τοῦδε τοῦ μιάσματος, δηλ. τοῦτο [[οὐδέποτε]] τελευτᾷ ἢ λησμονεῖται, λήγει, Αἰσχύλ. Θήβ. 682. ΙΙ. τὸ παλαιὸν δέρμα, [[ὅπερ]] ὁ [[ὄφις]] ἀποδύεται, [[γῆρας]] ἐκδύειν Ἀριστ. Ἰστ. Ζ. 5. 17, 10., 8. 17, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(τὸ) ; <i>gén.</i> αος-ως, <i>dat.</i> αϊ-ᾳ, <i>acc.</i> ας;<br />vieillesse.<br />'''Étymologie:''' cf. [[γέρων]]. | |||
}} | }} |