Anonymous

εἰλυφάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰλῡφάζω''': [[εἰλύω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., [[συστρέφω]], [[ἄνεμος]] φλόγα Ἰλ. Υ. 492. ΙΙ. ἀμετάβ., εἰλύομαι, συστρέφομαι, περιδινοῦμαι, ἐπὶ τῆς φλογὸς πυρσοῦ, Ἡσ. Ἀσπ. 275.
|lstext='''εἰλῡφάζω''': [[εἰλύω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., [[συστρέφω]], [[ἄνεμος]] φλόγα Ἰλ. Υ. 492. ΙΙ. ἀμετάβ., εἰλύομαι, συστρέφομαι, περιδινοῦμαι, ἐπὶ τῆς φλογὸς πυρσοῦ, Ἡσ. Ἀσπ. 275.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i> εἰλύφαζον;<br />faire tournoyer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[εἰλυφάω]].
}}
}}