Anonymous

ζεύγλη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζεύγλη''': ἡ, τὸ καμπύλον [[μέρος]] τοῦ ζυγοῦ, εἰς ὅ ἐμβαίνει ὁ [[τράχηλος]] τοῦ ζῴου, [[ὥστε]] ὁ ζυγὸς εἶχε δύο ζεύγλας, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 439, Τ. 406 ([[ἔνθα]] ἡ [[χαίτη]] τοῦ ἵππου περιγράφεται ὡς ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ [[ζυγόν]])· ἔζευξα... ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα Αἰσχύλ. Πρ. 463· ὑποδῦναι ὑπὸ τὴν ζ. Ἡρόδ. 1. 31· βόας πελάζειν ζεύγλα Πίνδ. Π. 4. 404· ὑπάγειν τοὺς ἵππους τῇ ζ. Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 6. 2.- Δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. πεζογρ. ΙΙ. ἱμὰς ἢ [[ξύλον]] συνάπτον τὰ δύο πηδάλια, ἴδε ἐν λ. [[πηδάλιον]].
|lstext='''ζεύγλη''': ἡ, τὸ καμπύλον [[μέρος]] τοῦ ζυγοῦ, εἰς ὅ ἐμβαίνει ὁ [[τράχηλος]] τοῦ ζῴου, [[ὥστε]] ὁ ζυγὸς εἶχε δύο ζεύγλας, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 439, Τ. 406 ([[ἔνθα]] ἡ [[χαίτη]] τοῦ ἵππου περιγράφεται ὡς ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ [[ζυγόν]])· ἔζευξα... ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα Αἰσχύλ. Πρ. 463· ὑποδῦναι ὑπὸ τὴν ζ. Ἡρόδ. 1. 31· βόας πελάζειν ζεύγλα Πίνδ. Π. 4. 404· ὑπάγειν τοὺς ἵππους τῇ ζ. Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 6. 2.- Δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. πεζογρ. ΙΙ. ἱμὰς ἢ [[ξύλον]] συνάπτον τὰ δύο πηδάλια, ἴδε ἐν λ. [[πηδάλιον]].
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />partie du joug où s’emboîte le cou de l’animal.<br />'''Étymologie:''' [[ζεύγνυμι]].
}}
}}