Anonymous

κοιλωπής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοιλωπής''': -ές, ἔχων κοίλους ὀφθαλμούς, κοιλωπέες αὐγαὶ Νικ. Ἀλεξιφ. 442· ― θηλ. κοιλῶπις, ιδος, Ἀνθ. Π. 6. 219.
|lstext='''κοιλωπής''': -ές, ἔχων κοίλους ὀφθαλμούς, κοιλωπέες αὐγαὶ Νικ. Ἀλεξιφ. 442· ― θηλ. κοιλῶπις, ιδος, Ἀνθ. Π. 6. 219.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />aux yeux creux, enfoncés.<br />'''Étymologie:''' [[κοῖλος]], [[ὤψ]].
}}
}}