3,270,341
edits
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναφλέγω''': [[ἀνάπτω]], [[ἀνάπτω]] [[πάλιν]], ἐγὼ τόδ’ ἐπὶ γάμοις ἐμοῖς [[ἀναφλέγω]] πυρὸς φῶς Εὐρ. Τρω. 320. <br /><br />ΙΙ. μεταφ., ὑποκινῶ, [[ἀνάπτω]], [[κάμνω]] τι νὰ ἀνάψῃ, «[[δίνω]] φωτιά», ὁ δὲ [[παντάπασι]] τὸν ἔρωτα τοῦτον ἀναφλέξας αὐτῶν Πλουτ. Ἀλκ. 17: - [[συχν]]. κατὰ παθ., ἐξάπτομαι, [[ἀνάπτω]] ἐκ θυμοῦ, ὁ δὲ ἀκούσας ἀνεφλέχθη τε καὶ παντοδαπὰ χρώματα ἧκεν Ἐπιστ. Πλάτ. 319Α. - εἶμαι πεφλογισμένος ἐν Ἀνθ. Π. 12. 80· ἐξάπτομαι καὶ [[πράττω]] τι, ἀναφλεχθεὶς ὑπ’ ὀργῆς, ἐξαφθείς, 2. 798F· ὑπὸ λοιμοῦ Αἰλ. π. Ζ. 15. 2· πρὸς ἀρετὴν Πλουτ. Δίων 4· [[δίψος]] ἀναφλέγεται ὁ αὐτ. Ἀντών. 47, κτλ. | |lstext='''ἀναφλέγω''': [[ἀνάπτω]], [[ἀνάπτω]] [[πάλιν]], ἐγὼ τόδ’ ἐπὶ γάμοις ἐμοῖς [[ἀναφλέγω]] πυρὸς φῶς Εὐρ. Τρω. 320. <br /><br />ΙΙ. μεταφ., ὑποκινῶ, [[ἀνάπτω]], [[κάμνω]] τι νὰ ἀνάψῃ, «[[δίνω]] φωτιά», ὁ δὲ [[παντάπασι]] τὸν ἔρωτα τοῦτον ἀναφλέξας αὐτῶν Πλουτ. Ἀλκ. 17: - [[συχν]]. κατὰ παθ., ἐξάπτομαι, [[ἀνάπτω]] ἐκ θυμοῦ, ὁ δὲ ἀκούσας ἀνεφλέχθη τε καὶ παντοδαπὰ χρώματα ἧκεν Ἐπιστ. Πλάτ. 319Α. - εἶμαι πεφλογισμένος ἐν Ἀνθ. Π. 12. 80· ἐξάπτομαι καὶ [[πράττω]] τι, ἀναφλεχθεὶς ὑπ’ ὀργῆς, ἐξαφθείς, 2. 798F· ὑπὸ λοιμοῦ Αἰλ. π. Ζ. 15. 2· πρὸς ἀρετὴν Πλουτ. Δίων 4· [[δίψος]] ἀναφλέγεται ὁ αὐτ. Ἀντών. 47, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=enflammer, <i>fig.</i> enflammer (d’amour), attiser (l’amour);<br /><i>Pass.</i> être enflammé, s’enflammer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[φλέγω]]. | |||
}} | }} |