Anonymous

ὄμπνη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄμπνη''': ἡ, ὁ πρὸς τροφὴν δημητριακὸς [[σῖτος]], Σχολ. εἰς Λυκόφρ. 621, ([[ἔνθα]] ὁ Λυκόφρ. ἔχει: ὄμπνιον στάχυν) Σωσίθεος ἐν Ἑρμάνν. Πονηματ. 1. 55 ἐν τῷ πληθ. ὄμπναι, πλακούντια ἐξ ἀλεύρου καὶ μέλιτος, πλακούντια τῶν θυσιῶν, Καλλ. Ἀποσπ. 123, 268 πολυωπέας ὄμπνιας, κηρήθρας, Νικ. Ἀλεξιφ. 450. ΙΙ. ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὴν λέξιν καὶ διὰ τοῦ [[εὐδαιμονία]]. - Ὁ [[τύπος]] ὄμπη (Α. Β. 287, Ἡσύχ., Φώτ., Ἐτυμ. Μέγ.) φαίνεται ἡμαρτημένος. - Ἐντεῦθεν τὰ ἐπίθετα [[ὄμπνιος]] (ὃ ἴδε) καὶ ὀμπνηρὸς Ἡσύχ.· ὀμπνιακὸς Ἀνθ. Π. 9. 707· ὀμπνικὸς Σουΐδ. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης καὶ τὸ ἄφενος, Λατ. ops, opulentus, opimus, opiparus, ἅτινα πάντα ἔχουσι τὴν κοινὴν ἔννοιαν τῆς ἀφθονίας καὶ αὐξήσεως).
|lstext='''ὄμπνη''': ἡ, ὁ πρὸς τροφὴν δημητριακὸς [[σῖτος]], Σχολ. εἰς Λυκόφρ. 621, ([[ἔνθα]] ὁ Λυκόφρ. ἔχει: ὄμπνιον στάχυν) Σωσίθεος ἐν Ἑρμάνν. Πονηματ. 1. 55 ἐν τῷ πληθ. ὄμπναι, πλακούντια ἐξ ἀλεύρου καὶ μέλιτος, πλακούντια τῶν θυσιῶν, Καλλ. Ἀποσπ. 123, 268 πολυωπέας ὄμπνιας, κηρήθρας, Νικ. Ἀλεξιφ. 450. ΙΙ. ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὴν λέξιν καὶ διὰ τοῦ [[εὐδαιμονία]]. - Ὁ [[τύπος]] ὄμπη (Α. Β. 287, Ἡσύχ., Φώτ., Ἐτυμ. Μέγ.) φαίνεται ἡμαρτημένος. - Ἐντεῦθεν τὰ ἐπίθετα [[ὄμπνιος]] (ὃ ἴδε) καὶ ὀμπνηρὸς Ἡσύχ.· ὀμπνιακὸς Ἀνθ. Π. 9. 707· ὀμπνικὸς Σουΐδ. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης καὶ τὸ ἄφενος, Λατ. ops, opulentus, opimus, opiparus, ἅτινα πάντα ἔχουσι τὴν κοινὴν ἔννοιαν τῆς ἀφθονίας καὶ αὐξήσεως).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />fruits de la terre, blé, froment.<br />'''Étymologie:''' DELG skr ápnas- « gain, richesse », <i>lat.</i> ops.
}}
}}