3,277,220
edits
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀεργία''': Ἰων. -ίη, [ῐ], ἡ, τὸ μὴ ἐργάζεσθαι, ῥαθυμία, Ὀδ. Ω. 251, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 309, Βίων 6. 6. ([[ἔνθα]] κοινῶς ἀεργείῃ). 2) ἐπὶ ἀγροῦ· = τὸ διαμένειν αὐτὸν ἀκαλλιέργητον, ἔρημον, χέρσον, Χρησμ. παρ. Αἰσχίν. 69. 1. πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον [[ἀργία]]. | |lstext='''ἀεργία''': Ἰων. -ίη, [ῐ], ἡ, τὸ μὴ ἐργάζεσθαι, ῥαθυμία, Ὀδ. Ω. 251, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 309, Βίων 6. 6. ([[ἔνθα]] κοινῶς ἀεργείῃ). 2) ἐπὶ ἀγροῦ· = τὸ διαμένειν αὐτὸν ἀκαλλιέργητον, ἔρημον, χέρσον, Χρησμ. παρ. Αἰσχίν. 69. 1. πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον [[ἀργία]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> inactivité, paresse;<br /><b>2</b> stérilité d’un champ en jachère.<br />'''Étymologie:''' [[ἀεργός]]. | |||
}} | }} |