Anonymous

ἀνακογχυλιάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακογχῠλιάζω''': ([[κόγχη]]) ἀνοίγω καὶ παραχαράττω, παραποιῶ σφραγῖδα, Ἀριστοφ. Σφ. 589. 2) = [[ἀναγαργαρίζω]] (ἐνν. ὕδατι), Πλάτ. Συμπ. 185D, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Φίλοις», 5, Ruhnk Τίμ.
|lstext='''ἀνακογχῠλιάζω''': ([[κόγχη]]) ἀνοίγω καὶ παραχαράττω, παραποιῶ σφραγῖδα, Ἀριστοφ. Σφ. 589. 2) = [[ἀναγαργαρίζω]] (ἐνν. ὕδατι), Πλάτ. Συμπ. 185D, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Φίλοις», 5, Ruhnk Τίμ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se gargariser;<br /><b>2</b> briser la coquille qui préserve le sceau (d’un testament).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], κογχυλιάζω c. [[κογχυλίζω]].
}}
}}