Anonymous

ὀλβίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλβίζω''': μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ: ἀόρ. ὤλβισα Τραγ. ― Παθ., ἴδε κατωτ. Καθιστῶ τινα ὄλβιον, εὐδαίμονα, Εὐρ. Φοίν. 1689, Ἑλ. 228· ― [[μακαρίζω]], «καλοτυχίζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 928, Σοφ. Ο. Τ. 1529, κτλ.· ― εἶμαι ἢ θεωροῦμαι [[ὄλβιος]], [[μακάριος]], τίς δ’ [[οἶκος]].. ὠλβίσθη ποτέ; ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 679· οἱ τὰ πρῶτ’ ὠλβισμένοι Εὐρ. Ι. Α. 51· μέγα ὀλβισθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1253.
|lstext='''ὀλβίζω''': μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ: ἀόρ. ὤλβισα Τραγ. ― Παθ., ἴδε κατωτ. Καθιστῶ τινα ὄλβιον, εὐδαίμονα, Εὐρ. Φοίν. 1689, Ἑλ. 228· ― [[μακαρίζω]], «καλοτυχίζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 928, Σοφ. Ο. Τ. 1529, κτλ.· ― εἶμαι ἢ θεωροῦμαι [[ὄλβιος]], [[μακάριος]], τίς δ’ [[οἶκος]].. ὠλβίσθη ποτέ; ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 679· οἱ τὰ πρῶτ’ ὠλβισμένοι Εὐρ. Ι. Α. 51· μέγα ὀλβισθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1253.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[ὤλβισα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> rendre heureux;<br /><b>2</b> regarder comme heureux.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλβος]].
}}
}}