Anonymous

ἐνδιάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνδῐάω''': ([[ἔνδιος]]) [[διαμένω]] ἐν ὑπαίθρῳ· [[καθόλου]], [[θαμίζω]], [[συχνάζω]] εἴς τι [[μέρος]], [[μετὰ]] δοτ., τρηχαλέαις ἐνδιάουσα βάτοις Ἀνθ. Π. 5. 292· [[ἔνθα]] δ’ ἀνὴρ [[ὑπέροπλος]] ἐνήμερος ἐνδιάασκε Θεόκρ. 22. 44· μεταφ., ὄμμασιν ἐλπὶς ἐνδιάει Ἀνθ. Π. 5. 270· ἐνδ. ἐς... [[αὐτόθι]] 4. 4: ― ἀπολ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀκτῖνες ἐνδιάονται Ὁμ. Ὕμν. 32. 6· πρβλ. Ruhnk. Ep. Cr. 79. II. μεταβ., μυρία δ’ ἀμ [[πεδίον]]... ἐνδιάασκον ποιμένες ἔκκριτα μᾶλα, ἀναρίθμητα δὲ πρόβατα ἤλαυνον εἰς μέρη σκιερὰ οἱ ποιμένες, ἢ κατ’ ἄλλους, ἦγον εἰς τὸ [[πεδίον]] πρὸς βόσκησιν, Θεόκρ. 16. 38.
|lstext='''ἐνδῐάω''': ([[ἔνδιος]]) [[διαμένω]] ἐν ὑπαίθρῳ· [[καθόλου]], [[θαμίζω]], [[συχνάζω]] εἴς τι [[μέρος]], [[μετὰ]] δοτ., τρηχαλέαις ἐνδιάουσα βάτοις Ἀνθ. Π. 5. 292· [[ἔνθα]] δ’ ἀνὴρ [[ὑπέροπλος]] ἐνήμερος ἐνδιάασκε Θεόκρ. 22. 44· μεταφ., ὄμμασιν ἐλπὶς ἐνδιάει Ἀνθ. Π. 5. 270· ἐνδ. ἐς... [[αὐτόθι]] 4. 4: ― ἀπολ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀκτῖνες ἐνδιάονται Ὁμ. Ὕμν. 32. 6· πρβλ. Ruhnk. Ep. Cr. 79. II. μεταβ., μυρία δ’ ἀμ [[πεδίον]]... ἐνδιάασκον ποιμένες ἔκκριτα μᾶλα, ἀναρίθμητα δὲ πρόβατα ἤλαυνον εἰς μέρη σκιερὰ οἱ ποιμένες, ἢ κατ’ ἄλλους, ἦγον εἰς τὸ [[πεδίον]] πρὸς βόσκησιν, Θεόκρ. 16. 38.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> habiter <i>ou</i> vivre en plein air, au grand jour, dans, τινι;<br /><b>2</b> briller dans;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> faire paître à ciel ouvert;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνδιάομαι-ῶμαι briller dans (le ciel).<br />'''Étymologie:''' [[ἔνδιος]].
}}
}}