Anonymous

χερσεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χερσεύω''': ἀμεταβ., ζῶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ζῶ ἢ [[κεῖμαι]] ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, Σοφ. Ἀποσπ. 417, Εὐρ. Ἀποσπ. 637· [[χελώνη]] μὴ δυναμένη χερσεύειν πολὺν χρόνον Πλούτ. 2. 982Β. 2) εἶμαι ξηρὰ γῆ, ἀντίθετ. τῷ [[ἔνυδρος]] [[εἶναι]], Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 13· - [[κεῖμαι]] ἔρημος ἢ [[ἄγονος]], [[μένω]] [[χέρσος]], [[ἀκαλλιέργητος]], [[ὅπου]] δ’ ἂν ἀναγκασθῇ ἡ γῆ χερσεύειν ἀποσβέννυνται καὶ αἱ ἄλλαι τέχναι Ξεν. Οἰκ. 5, 17., 16, 5. ΙΙ. μεταβ., ἀφίνω ὡς ξηράν. - Παθ., [[μένω]] ὡς ξηρά· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πλωτὰ γενέσθαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 27. 2) [[κάμνω]] τι ξηρὸν καὶ ἄγονον. - Παθ., [[γίνομαι]] οὕτω, Πλούτ. 2. 2D.
|lstext='''χερσεύω''': ἀμεταβ., ζῶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ζῶ ἢ [[κεῖμαι]] ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, Σοφ. Ἀποσπ. 417, Εὐρ. Ἀποσπ. 637· [[χελώνη]] μὴ δυναμένη χερσεύειν πολὺν χρόνον Πλούτ. 2. 982Β. 2) εἶμαι ξηρὰ γῆ, ἀντίθετ. τῷ [[ἔνυδρος]] [[εἶναι]], Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 13· - [[κεῖμαι]] ἔρημος ἢ [[ἄγονος]], [[μένω]] [[χέρσος]], [[ἀκαλλιέργητος]], [[ὅπου]] δ’ ἂν ἀναγκασθῇ ἡ γῆ χερσεύειν ἀποσβέννυνται καὶ αἱ ἄλλαι τέχναι Ξεν. Οἰκ. 5, 17., 16, 5. ΙΙ. μεταβ., ἀφίνω ὡς ξηράν. - Παθ., [[μένω]] ὡς ξηρά· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πλωτὰ γενέσθαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 27. 2) [[κάμνω]] τι ξηρὸν καὶ ἄγονον. - Παθ., [[γίνομαι]] οὕτω, Πλούτ. 2. 2D.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>intr.</i> :<br /><b>1</b> rester en friche, être inculte, être stérile;<br /><b>2</b> se fixer <i>ou</i> vivre sur la terre ferme;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> laisser en friche ; <i>Pass.</i> rester en friche, être inculte.<br />'''Étymologie:''' [[χέρσος]].
}}
}}