Anonymous

ἀπερίοπτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπερίοπτος''': -ον, [[ὀλίγωρος]], [[ἀμέριμνος]], τῶν πάντων ἀπερίοπτοί εἰσι παρὰ τὸ [[νικᾶν]], τῶν πάντων ὀλιγωροῦσιν ἵνα νικήσωσι, Θουκ. 1. 41. ― Ἐπίρρ. -τως [[Πολυδ]]. Γ΄ , 117.
|lstext='''ἀπερίοπτος''': -ον, [[ὀλίγωρος]], [[ἀμέριμνος]], τῶν πάντων ἀπερίοπτοί εἰσι παρὰ τὸ [[νικᾶν]], τῶν πάντων ὀλιγωροῦσιν ἵνα νικήσωσι, Θουκ. 1. 41. ― Ἐπίρρ. -τως [[Πολυδ]]. Γ΄ , 117.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />indifférent à.<br />'''Étymologie:''' ἀ, περιόψομαι.
}}
}}