Anonymous

κακανέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακανέω''': παρὰ Πλουτ. 2. 235F, κακανεῖν νέων ψυχάς, [[ἔνθα]] ἡ πιθανὴ γραφὴ [[εἶναι]]: κατακονᾶν, ἀκονᾶν, ὀξύνειν.
|lstext='''κακανέω''': παρὰ Πλουτ. 2. 235F, κακανεῖν νέων ψυχάς, [[ἔνθα]] ἡ πιθανὴ γραφὴ [[εἶναι]]: κατακονᾶν, ἀκονᾶν, ὀξύνειν.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />aiguiser, <i>fig.</i> exciter, animer.<br />'''Étymologie:''' mot lacéd. p.-ê. p. κατακονάω de [[κατά]], [[ἀκονάω]].
}}
}}