κακανέω

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source

German (Pape)

[Seite 1298] bei Plut. Lac. apophth. p. 244 sagt ein Lacedämonier von Tyrtäus ἀγαθὸς κακανεῖν νέων ψυχάς, soll wahrscheinlich κατακονᾶν heißen, aufzuregen, zu ermutigen. Vgl. κακκανῆν.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aiguiser, fig. exciter, animer.
Étymologie: mot lacéd. p.-ê. p. κατακονάω de κατά, ἀκονάω.

Greek (Liddell-Scott)

κακανέω: παρὰ Πλουτ. 2. 235F, κακανεῖν νέων ψυχάς, ἔνθα ἡ πιθανὴ γραφὴ εἶναι: κατακονᾶν, ἀκονᾶν, ὀξύνειν.

Russian (Dvoretsky)

κακανέω: лак. заострять, возбуждать (ψυχάς τινος Plut.).