Anonymous

διφυής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διφυής''': -ές, οὐδ. πληθ. διφυῆ, ἀλλὰ διφυᾶ Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 7, 1· ― διπλῆς φύσεως ἤ μορφῆς, ἀντίθ. [[μονοφυής]], [[ἔχιδνα]] [[μιξοπάρθενος]] δ. Ἡρόδ. 4. 9· ἐπὶ τῶν Κενταύρων, Σοφ. Τρ. 1095, πρβλ. Valck. Φοίν. 1030· ἐπὶ τοῦ Πανός, Πλάτ. Κρατ. 408D· δ. [[Κέκροψ]], «[[δίμορφος]], τὰ πρὸς ποδῶν δρακοντίδης» Διόδ. 1. 28· ― δ. Ἔρως, ἡ σαρκικὴ [[συνουσία]], Ὀρφ. Ἀργ. 14. 2) [[καθόλου]], διπλοῦς, [[διμερής]], κόραι Ἴων 10 Bgk.· ὀφρύες Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 9, 1· [[στῆθος]] διφυές μαστοῖς [[αὐτόθι]] 1. 12, 2· ἡ τῶν μυκτήρων [[δύναμις]] ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 10, 18· πρβλ. [[μονοφυής]], [[πολυφυής]].
|lstext='''διφυής''': -ές, οὐδ. πληθ. διφυῆ, ἀλλὰ διφυᾶ Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 7, 1· ― διπλῆς φύσεως ἤ μορφῆς, ἀντίθ. [[μονοφυής]], [[ἔχιδνα]] [[μιξοπάρθενος]] δ. Ἡρόδ. 4. 9· ἐπὶ τῶν Κενταύρων, Σοφ. Τρ. 1095, πρβλ. Valck. Φοίν. 1030· ἐπὶ τοῦ Πανός, Πλάτ. Κρατ. 408D· δ. [[Κέκροψ]], «[[δίμορφος]], τὰ πρὸς ποδῶν δρακοντίδης» Διόδ. 1. 28· ― δ. Ἔρως, ἡ σαρκικὴ [[συνουσία]], Ὀρφ. Ἀργ. 14. 2) [[καθόλου]], διπλοῦς, [[διμερής]], κόραι Ἴων 10 Bgk.· ὀφρύες Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 9, 1· [[στῆθος]] διφυές μαστοῖς [[αὐτόθι]] 1. 12, 2· ἡ τῶν μυκτήρων [[δύναμις]] ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 10, 18· πρβλ. [[μονοφυής]], [[πολυφυής]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />de double nature.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[φύω]].
}}
}}