Anonymous

ἰυγή: Difference between revisions

From LSJ
107 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰυγή''': ἡ, [[φωνή]], [[κραυγή]], βοή, [[ὠρυγή]], [[οἷον]] ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ὀδύνῃ, Χρησμ. παρ᾽ Ἡροδ. 9. 43, Σοφ. 752· ὁ συριγμὸς ὄφεων, Νικ. Θηρ. 400, Ὀππ. Ἀλ. 1. 565, Ἡσύχ., πρβλ. [[ἰυγμός]]. ῑῡ- παρὰ Σοφ. ἐνθ᾽ ἀνωτ..
|lstext='''ἰυγή''': ἡ, [[φωνή]], [[κραυγή]], βοή, [[ὠρυγή]], [[οἷον]] ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ὀδύνῃ, Χρησμ. παρ᾽ Ἡροδ. 9. 43, Σοφ. 752· ὁ συριγμὸς ὄφεων, Νικ. Θηρ. 400, Ὀππ. Ἀλ. 1. 565, Ἡσύχ., πρβλ. [[ἰυγμός]]. ῑῡ- παρὰ Σοφ. ἐνθ᾽ ἀνωτ..
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />cri de douleur, lamentation.<br />'''Étymologie:''' [[ἰύζω]].
}}
}}