3,241,197
edits
(6_2) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποθηριόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς [[θηρίον]], ἐφ’ ᾧ ὀργισθεῖσαν τὴν θεὸν ἀποθηριῶσαι αὐτὴν Ἐρατοσθ. Καταστ. 1· [[κάμνω]] τινὰ [[ὅλως]] ἄγριον, τὸν βίον Πλούτ. 2. 995D: [[ἐξερεθίζω]], ἐξαγριώνω τινὰ κατὰ τινος, τινὰ πρὸς τινα Πολύβ. 1. 79, 8: ― Παθ., [[γίνομαι]] [[ἄγριος]] ὡς [[θηρίον]], ὁ αὐτ. 1. 67, 6, κτλ. ἐπὶ ἑλκῶν ἤ φυμάτων «θυμώνω», ὁ αὐτ. 1. 81, 5, [[ἔνθα]] ἴδε Schweigh. ΙΙ. Παθ. εἶμαι [[πλήρης]] θηρίων, ὁ δὲ [[Νεῖλος]] [[οὗτος]] [[καίπερ]] ὤν καλὸς ἀλλ’ ἀποτεθηρίωται Ἀλκιφρ. 2. 3, 16. | |lstext='''ἀποθηριόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς [[θηρίον]], ἐφ’ ᾧ ὀργισθεῖσαν τὴν θεὸν ἀποθηριῶσαι αὐτὴν Ἐρατοσθ. Καταστ. 1· [[κάμνω]] τινὰ [[ὅλως]] ἄγριον, τὸν βίον Πλούτ. 2. 995D: [[ἐξερεθίζω]], ἐξαγριώνω τινὰ κατὰ τινος, τινὰ πρὸς τινα Πολύβ. 1. 79, 8: ― Παθ., [[γίνομαι]] [[ἄγριος]] ὡς [[θηρίον]], ὁ αὐτ. 1. 67, 6, κτλ. ἐπὶ ἑλκῶν ἤ φυμάτων «θυμώνω», ὁ αὐτ. 1. 81, 5, [[ἔνθα]] ἴδε Schweigh. ΙΙ. Παθ. εἶμαι [[πλήρης]] θηρίων, ὁ δὲ [[Νεῖλος]] [[οὗτος]] [[καίπερ]] ὤν καλὸς ἀλλ’ ἀποτεθηρίωται Ἀλκιφρ. 2. 3, 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀποθηριώσω, <i>pf. Pass.</i> ἀποτεθηρίωμαι;<br />rendre sauvage ; aigrir, exaspérer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[θηριόω]]. | |||
}} | }} |