ἀποθηριόω

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποθηριόω Medium diacritics: ἀποθηριόω Low diacritics: αποθηριόω Capitals: ΑΠΟΘΗΡΙΟΩ
Transliteration A: apothērióō Transliteration B: apothērioō Transliteration C: apothirioo Beta Code: a)poqhrio/w

English (LSJ)

A change into a beast, τινά Eratosth.Cat.1:—Pass., Str. 3.2.7; prob. in Herm. ap. Stob.1.49.69.
2 make quite savage, τὸν βίον Plu.2.995d; exasperate, τινὰ πρός τινα Plb.1.79.8:—Pass., to become or be so, ib.67.6; τὴν ψυχήν D.S.17.9; of wounds, Plb.1.81.5.
II Pass., to be full of savage creatures, ἀποτεθηρίωται ὁ Νεῖλος Alciphr.2.3.

Spanish (DGE)

I 1transformar en bestia αὐτήν Eratosth.Cat.1, τοὺς ... ἑταίρους Sch.Theoc.9.33/36f
en v. med. hacerse de tamaño monstruoso οἱ γόγγροι δὲ ἀποθηριοῦνται, πολὺ τῶν παρ' ἡμῖν ὑπερβεβλημένοι κατὰ τὸ μέγεθος Str.3.2.7.
2 en v. med. llenarse de bestias ὁ δὲ Νεῖλος ... ἀποτεθηρίωται el Nilo está lleno de cocodrilos Alciphr.4.18.16.
II fig. hacer salvaje, asilvestrar τὸν βίον Plu.2.995d
exasperar τὰ πλήθη πρὸς τοὺς Καρχηδονίους Plb.1.79.8
en v. med. hacerse maligno οὐ μόνον τὰ σώματα ... καί τινα τῶν ... ἑλκῶν καὶ φυμάτων ἀποθηριοῦσθαι συμβαίνει ..., πολὺ δὲ μάλιστα τὰς ψυχάς Plb.1.81.5
exasperarse, llenarse de ira τὰς ψυχάς Plb.30.11.5, τὴν ψυχήν D.S.17.9, abs. Plb.1.67.6, Origenes M.12.145B, c. giro prep. εἰς ἡμᾶς A.Mart.5.1.15, πρὸς αὐτόν Origenes Hom.10.8 in Ier.

German (Pape)

[Seite 303] verwildern lassen, τὸν βίον Plut. de esu carn. 1, 6; übertr., τινὰ πρός τινα, wild machen, zornig machen, Pol. 1, 79; ἀποτεθηρίωται πρὸς ἑαυτόν, hat sie gegen sich erbittert, 15, 22. Pass., erbittert, ergrimmt sein gegen Einen, Pol. 1, 70 u. öfter; verwildern, ὁ Νεῖλος ἀποτεθηρίωται, ist voll wilder Tiere, Alciphr. 2, 3; übertr., vom Körper, Pol. 3, 60; vom Geist, 4, 21 u. öfter; ἕλκεα ἀποθηριούμενα, die schlimm werden, wildes Fleisch ansetzen, 1, 81.

French (Bailly abrégé)

ἀποθηριῶ :
f. ἀποθηριώσω, pf. Pass. ἀποτεθηρίωμαι;
rendre sauvage ; aigrir, exaspérer.
Étymologie: ἀπό, θηριόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθηριόω: μεταβάλλω εἰς θηρίον, ἐφ’ ᾧ ὀργισθεῖσαν τὴν θεὸν ἀποθηριῶσαι αὐτὴν Ἐρατοσθ. Καταστ. 1· κάμνω τινὰ ὅλως ἄγριον, τὸν βίον Πλούτ. 2. 995D: ἐξερεθίζω, ἐξαγριώνω τινὰ κατὰ τινος, τινὰ πρὸς τινα Πολύβ. 1. 79, 8: ― Παθ., γίνομαι ἄγριος ὡς θηρίον, ὁ αὐτ. 1. 67, 6, κτλ. ἐπὶ ἑλκῶν ἤ φυμάτων «θυμώνω», ὁ αὐτ. 1. 81, 5, ἔνθα ἴδε Schweigh. ΙΙ. Παθ. εἶμαι πλήρης θηρίων, ὁ δὲ Νεῖλος οὗτος καίπερ ὤν καλὸς ἀλλ’ ἀποτεθηρίωται Ἀλκιφρ. 2. 3, 16.

Russian (Dvoretsky)

ἀποθηριόω:
1 делать диким (τὸν βίον Plut.);
2 ожесточать, раздражать (τινα πρός τινα Polyb.);
3 обострять (ἕλκη ἀποθηριούμενα Polyb.).