3,274,201
edits
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔλαιον''': τό, ([[ἐλαία]]) ἐλαιόλαδον, Λατ. oleum, olivum, παρ’ Ὁμ. κα ὰ τὸ πλεῖστον [[ἔλαιον]] δι’ οὗ ἐχρίοντο [[μετὰ]] τὸ [[λουτρόν]], λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ’ ἐλαίῳ (ἴδε τὴν λ. [[λίπα]]) Ἰλ. Κ. 577, πρβλ. Ξ. 171., Σ. 350, κτλ.· ἢ πρὸ τῆς πάλης καὶ ἄλλων γυμναστικῶν ἀσκήσεων (ἴδε ἀλειπτής)· ἐλ. [[θεῖναι]] (ἐν γυμνασίῳ καὶ Βαλανείῳ) [[παρασχεῖν]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1122, 1123· ἐλαίου ὄζειν, παροιμ. ἐπὶ τῶν συχναζόντων εἰς τὴν παλαίστραν· [[οὐδέποτε]] παρ’ Ὁμ. ὡς [[τροφή]]· ― τὰ Ὁμηρ. ἐπίθετα [[εἶναι]] εὐῶδες Ὀδ. Β. 339· ῥοδόεν (ἔχων τὴν εὐωδίαν τῶν ῥόδων) Ἰλ. Ψ. 186, πρβλ. Ἱκέσιον παρ’ Ἀθην. 689Β· ἔλ. ῥόδινον, ἀπαντᾷ [[συχνάκις]] παρ’ Ἱππ. 653. 42, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἔλ. λευκὸν [[αὐτόθι]] 55, κτλ.· τοῦ λευκοτάτου πάντων ἐλ. Σαμιακοῦ Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 19. ΙΙ. πᾶσα [[ἐλαιώδης]] [[οὐσία]], ἔλ. χήνειον Ἱππ. 668. 30, κτλ.· ἔλ. ἀπὸ σελαχῶν, ὡς τὸ νεώτερον [[ἔλαιον]] τοῦ ὀνίσκου, «μουρουνόλαδο», ἔλ. ἀπὸ γάλακτος, [[βούτυρον]] [[Ἑκαταῖος]] σ. 62. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ἡ ἀγορὰ [[ἔνθα]] ἐγίνετο ἡ [[πώλησις]] τοῦ ἐλαίου, «τὰ λαδάδικα», ἀναμενῶ σε..., πρὸς τοὔλαιον Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 338· πρβλ. [[μύρον]], ἰχθύς. | |lstext='''ἔλαιον''': τό, ([[ἐλαία]]) ἐλαιόλαδον, Λατ. oleum, olivum, παρ’ Ὁμ. κα ὰ τὸ πλεῖστον [[ἔλαιον]] δι’ οὗ ἐχρίοντο [[μετὰ]] τὸ [[λουτρόν]], λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ’ ἐλαίῳ (ἴδε τὴν λ. [[λίπα]]) Ἰλ. Κ. 577, πρβλ. Ξ. 171., Σ. 350, κτλ.· ἢ πρὸ τῆς πάλης καὶ ἄλλων γυμναστικῶν ἀσκήσεων (ἴδε ἀλειπτής)· ἐλ. [[θεῖναι]] (ἐν γυμνασίῳ καὶ Βαλανείῳ) [[παρασχεῖν]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1122, 1123· ἐλαίου ὄζειν, παροιμ. ἐπὶ τῶν συχναζόντων εἰς τὴν παλαίστραν· [[οὐδέποτε]] παρ’ Ὁμ. ὡς [[τροφή]]· ― τὰ Ὁμηρ. ἐπίθετα [[εἶναι]] εὐῶδες Ὀδ. Β. 339· ῥοδόεν (ἔχων τὴν εὐωδίαν τῶν ῥόδων) Ἰλ. Ψ. 186, πρβλ. Ἱκέσιον παρ’ Ἀθην. 689Β· ἔλ. ῥόδινον, ἀπαντᾷ [[συχνάκις]] παρ’ Ἱππ. 653. 42, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἔλ. λευκὸν [[αὐτόθι]] 55, κτλ.· τοῦ λευκοτάτου πάντων ἐλ. Σαμιακοῦ Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 19. ΙΙ. πᾶσα [[ἐλαιώδης]] [[οὐσία]], ἔλ. χήνειον Ἱππ. 668. 30, κτλ.· ἔλ. ἀπὸ σελαχῶν, ὡς τὸ νεώτερον [[ἔλαιον]] τοῦ ὀνίσκου, «μουρουνόλαδο», ἔλ. ἀπὸ γάλακτος, [[βούτυρον]] [[Ἑκαταῖος]] σ. 62. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ἡ ἀγορὰ [[ἔνθα]] ἐγίνετο ἡ [[πώλησις]] τοῦ ἐλαίου, «τὰ λαδάδικα», ἀναμενῶ σε..., πρὸς τοὔλαιον Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 338· πρβλ. [[μύρον]], ἰχθύς. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />huile d’olive, huile <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐλαία]]. | |||
}} | }} |