3,274,216
edits
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκρούω''': μέλλ. -σω, κτυπῶ μέσα, ἐμπήγω, καρφώνω, παττάλους εἰς τὸν τοῖχον Ἀριστοφ. Σφ. 130· πλήττω, κτυπῶ, ἐγκρούουσα ποσσὶ πτέρυγας, περὶ τῆς ἀκρίδος, Ἀνθ. Π. 7. 195, 4. ΙΙ. ὀρχοῦμαι, ὡς τὸ [[ἐγκροτέω]] καὶ [[ἐγκατακρούω]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 374. | |lstext='''ἐγκρούω''': μέλλ. -σω, κτυπῶ μέσα, ἐμπήγω, καρφώνω, παττάλους εἰς τὸν τοῖχον Ἀριστοφ. Σφ. 130· πλήττω, κτυπῶ, ἐγκρούουσα ποσσὶ πτέρυγας, περὶ τῆς ἀκρίδος, Ἀνθ. Π. 7. 195, 4. ΙΙ. ὀρχοῦμαι, ὡς τὸ [[ἐγκροτέω]] καὶ [[ἐγκατακρούω]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 374. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> enfoncer (des clous, <i>etc.</i>) en frappant;<br /><b>2</b> danser en mesure.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κρούω]]. | |||
}} | }} |