ἐγκρούω

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκρούω Medium diacritics: ἐγκρούω Low diacritics: εγκρούω Capitals: ΕΓΚΡΟΥΩ
Transliteration A: enkroúō Transliteration B: enkrouō Transliteration C: egkroyo Beta Code: e)gkrou/w

English (LSJ)

A knock or hammer in, παττάλους εἰς τὸν τοῖχον Ar.V.130; ἥλους εἰς τὰ ὑποδήματα Thphr. Char.4.13; strike, ἐγκρούουσα ποσσὶ λάλους πτέρυγας, of the locust, AP7.195.4 (Mel.).
II dance, Ar. Ra.374.

Spanish (DGE)

I intr.
1 golpear rítmicamente con los pies al marchar al compás πᾶς ... ἐγκρούων κἀπισκώπτων καὶ παίζων καὶ χλευάζων Ar.Ra.374.
2 en v. med. dar empujones del público en los baños, Epict.Ench.4.
II tr.
1 clavar c. ac. y giro c. prep. παττάλους ἐνέκρουεν εἰς τὸν τοῖχον Ar.V.130, εἰς τὰ ὑποδήματα δὲ ἥλους ἐγκροῦσαι Thphr.Char.4.15, ἐὰν ... τὰς ἑπτὰ σειρὰς τῆς κεφαλῆς μου ... ἐγκρούσῃς ἐν τῷ πασσάλῳ εἰς τὸν τοῖχον LXX Id.16.13, en v. pas. πάσσαλοι ἐγκεκρούσθωσαν ὀρθοί Hero Dioptr.18.
2 golpear c. ac. y dat. instrum. ἀκρὶς ... ἐγκρούουσα φίλοις ποσσὶ λάλους πτέρυγας para producir el canto según Meleagro AP 7.195 (Mel.), c. compl. prep. ἐὰν ... εἰς τὴν γῆν ἐγκρούῃ τὴν κεφαλήν síntoma de un caballo enfermo Hippiatr.29.7
abs. como glosa a ἐμπλῆξαι Eust.893.12, a ἐμπρίει Sch.Opp.H.5.186.

German (Pape)

[Seite 710] (s. κρούω), ein-, anschlagen, παττάλους Ar. Vesp. 130; εἰς τὰ ὑποδήματα ἥλους Theophr. Char. 4; ἀκρὶς – ἐγκρούουσα φίλοις ποσσὶ λάλους πτέρυγας, die Flügel an die Füße schlagend, Mel. 112 (VII, 195).

French (Bailly abrégé)

1 enfoncer (des clous, etc.) en frappant;
2 danser en mesure.
Étymologie: ἐν, κρούω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκρούω:
1 вбивать, вколачивать (παττάλους εἰς τὸν τοῖχον Arph.);
2 ударять (τινί τι Anth.);
3 плясать (ἐγκρούων καὶ παίζων Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκρούω: μέλλ. -σω, κτυπῶ μέσα, ἐμπήγω, καρφώνω, παττάλους εἰς τὸν τοῖχον Ἀριστοφ. Σφ. 130· πλήττω, κτυπῶ, ἐγκρούουσα ποσσὶ πτέρυγας, περὶ τῆς ἀκρίδος, Ἀνθ. Π. 7. 195, 4. ΙΙ. ὀρχοῦμαι, ὡς τὸ ἐγκροτέω καὶ ἐγκατακρούω, Ἀριστοφ. Βάτρ. 374.

Greek Monolingual

ἐγκρούω (Α)
1. καρφώνω
2. χορεύω.

Greek Monotonic

ἐγκρούω: μέλ. -σω·
I. κτυπώ, καρφώνω μέσα, μπήγω, σε Αριστοφ.· πλήττω, κτυπώ, σε Ανθ.
II. χορεύω, ορχούμαι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. σω
I. to knock or hammer in, Ar.: to strike, Anth.
II. to dance, Ar.