Anonymous

λεπτουργέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπτουργέω''': [[κάμνω]] λεπτὴν ἐργασίαν ἐπὶ ξυλουργῶν καὶ τορνευτῶν, Πλουτ. Αἰμίλ. 37, 2. 997D. 2) μεταφορ. = [[λεπτολογέω]], Εὐρ. Ἱππ. 923, Πλάτ. Πολιτικ. 262Β, 249D.
|lstext='''λεπτουργέω''': [[κάμνω]] λεπτὴν ἐργασίαν ἐπὶ ξυλουργῶν καὶ τορνευτῶν, Πλουτ. Αἰμίλ. 37, 2. 997D. 2) μεταφορ. = [[λεπτολογέω]], Εὐρ. Ἱππ. 923, Πλάτ. Πολιτικ. 262Β, 249D.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> travailler finement, faire des ouvrages délicats;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> subtiliser.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[ἔργον]].
}}
}}