3,277,242
edits
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δέμας''': τό, (ἴδε [[δέμω]])· - τὸ [[σῶμα]], δηλ. ἡ μορφὴ ἢ τὸ [[ἀνάστημα]] τοῦ ἀνθρώπου, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ.· σπανίως ἐπὶ ἄλλων ζῴων, Ὀδ. Κ. 240, Πίνδ. Ο. 1. 32· - [[κυρίως]], τὸ ζῶν [[σῶμα]], τὸ δὲ [[πτῶμα]] λέγεται [[σῶμα]]· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πτώματος, Σοφ. Ἀντ. 205, Εὐρ. Ὀρ. 40, 1066, ἴδε Σχόλ. Βεν. Ἰλ. Α. 115. - Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν μόνον κατ’ αἰτιατ. ἑνικ., καὶ τὸ πλεῖστον ἀπολ., μικρὸς [[δέμας]], μικρὸς τὸ [[ἀνάστημα]], ἄριστος [[δέμας]], [[δέμας]] ἄνδρεσσι ἐΐκτην, [[δέμας]] ἀθανάτοισι ἔοικε, κτλ.· [[οὕτως]] [[ὡσαύτως]] συνημμένον μὲ ἄλλας λέξεις, οὐ… ἐστι [[χερείων]] οὐ [[δέμας]] οὐδὲ φυὴν Ἰλ. Α. 115, πρβλ. Ὀδ. Ε. 212· [[δέμας]] καὶ [[εἶδος]] ἀγητὸς Ω. 376, πρβλ. Ὀδ. Σ. 251. Παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] συγγρ. διαμένει ἄκλιτ., ἂν καὶ μεταχειρίζονται αὐτὸ καὶ οὗτοι ὡς ὀνομαστ., Σοφ. Ο. Κ. 110, 501, κτλ. 2) παρὰ Τραγ. [[συχνάκις]] ὡς [[περίφρασις]], ὡς τὸ [[κάρα]], [[οἷον]] κτανεῖν μητρῷον δ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 84· οἰκετῶν δ. Σοφ. Τρ. 908· Ἡράκλειον δ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1036· οἰνάνθης δ., ὃ ἐ. ὁ [[οἶνος]], Σοφ. Ἀποσπ. 239· Δάματρος ἀκτᾶς… δ., δηλ. ἄρτος, Εὐρ. Ἱππ. 138. 3) παρὰ κωμ. = [[πόσθη]], Πλάτ. Κωμ. Φαων. 1. 10, πρβλ. Valck Ἀδων. 222Α. ΙΙ. ὡς ἐπίρρ., [[δέμας]] πυρὸς αἰθομένιο, ἐν μορφῇ ἢ ὁμοίως πρὸς πῦρ καιόμενον, Λατ. instar ignis, Ἰλ. Λ. 596, πρβλ. Ρ. 366. | |lstext='''δέμας''': τό, (ἴδε [[δέμω]])· - τὸ [[σῶμα]], δηλ. ἡ μορφὴ ἢ τὸ [[ἀνάστημα]] τοῦ ἀνθρώπου, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ.· σπανίως ἐπὶ ἄλλων ζῴων, Ὀδ. Κ. 240, Πίνδ. Ο. 1. 32· - [[κυρίως]], τὸ ζῶν [[σῶμα]], τὸ δὲ [[πτῶμα]] λέγεται [[σῶμα]]· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πτώματος, Σοφ. Ἀντ. 205, Εὐρ. Ὀρ. 40, 1066, ἴδε Σχόλ. Βεν. Ἰλ. Α. 115. - Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν μόνον κατ’ αἰτιατ. ἑνικ., καὶ τὸ πλεῖστον ἀπολ., μικρὸς [[δέμας]], μικρὸς τὸ [[ἀνάστημα]], ἄριστος [[δέμας]], [[δέμας]] ἄνδρεσσι ἐΐκτην, [[δέμας]] ἀθανάτοισι ἔοικε, κτλ.· [[οὕτως]] [[ὡσαύτως]] συνημμένον μὲ ἄλλας λέξεις, οὐ… ἐστι [[χερείων]] οὐ [[δέμας]] οὐδὲ φυὴν Ἰλ. Α. 115, πρβλ. Ὀδ. Ε. 212· [[δέμας]] καὶ [[εἶδος]] ἀγητὸς Ω. 376, πρβλ. Ὀδ. Σ. 251. Παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] συγγρ. διαμένει ἄκλιτ., ἂν καὶ μεταχειρίζονται αὐτὸ καὶ οὗτοι ὡς ὀνομαστ., Σοφ. Ο. Κ. 110, 501, κτλ. 2) παρὰ Τραγ. [[συχνάκις]] ὡς [[περίφρασις]], ὡς τὸ [[κάρα]], [[οἷον]] κτανεῖν μητρῷον δ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 84· οἰκετῶν δ. Σοφ. Τρ. 908· Ἡράκλειον δ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1036· οἰνάνθης δ., ὃ ἐ. ὁ [[οἶνος]], Σοφ. Ἀποσπ. 239· Δάματρος ἀκτᾶς… δ., δηλ. ἄρτος, Εὐρ. Ἱππ. 138. 3) παρὰ κωμ. = [[πόσθη]], Πλάτ. Κωμ. Φαων. 1. 10, πρβλ. Valck Ἀδων. 222Α. ΙΙ. ὡς ἐπίρρ., [[δέμας]] πυρὸς αἰθομένιο, ἐν μορφῇ ἢ ὁμοίως πρὸς πῦρ καιόμενον, Λατ. instar ignis, Ἰλ. Λ. 596, πρβλ. Ρ. 366. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(τό) :<br /><i>seul. sg. nom. et acc.</i><br /><b>1</b> corps, taille, stature ; <i>joint à un gén. ou à un adj.</i> οἰκετῶν [[δέμας]] SOPH = οἰκεταί, les serviteurs ; μητρῷον [[δέμας]] <i>acc.</i> ESCHL = μητέρα, mère ; cadavre;<br /><b>2</b> <i>adv.</i> à la façon de : [[δέμας]] πυρὸς αἰθομένοιο IL à la façon d’un feu qui brûle.<br />'''Étymologie:''' R. Δεμ, construire ; cf. [[δέμω]], [[δόμος]], <i>lat.</i> domus. | |||
}} | }} |