3,277,218
edits
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λιχμάω''': ἀόρ. λιχμῆσαι Χρησμ. Σιβυλ. 11. 139 (πρβλ. ἐπιλ-). - Μέσ. (ἴδε κατωτ.)· μέλλ. -ήσομαι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 15, 4 (πρβλ. ἀπολ-)· ἀόρ. ἐλιγμησάμην παρὰ Διογ. Λ. 8. 91 ([[λείχω]]). Παίζω διὰ τῆς γλώσσης, ἐπὶ ὄφεων, ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ. λιχμώωντες Κόϊντ. Σμ. 5. 40 (ἀκριβῶς ὡς τὸ [[λελειχμότες]] παρὰ Ἡσ., ἴδε ἐν λέξ. [[λείχω]])· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ἑκατόν]]... κεφαλαὶ κολάκων... ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν, ἔπαιζον ὁλόγυρα ὡς ὄφεις..., Ἀριστοφ. Σφ. 1033, Εἰρ. 756 ([[ἔνθα]] ὁ Σχολ. μνημονεύει διάφ. γραφήν: ἐλιχνῶντο). 2) μεταβ., [[λείχω]], «γλείφω», ὄφεσι... λιχμῶσιν γένυν Εὐρ. Βάκχ. 697· ὡς ἄρκτος λιχμῶσα φίλους ἀνεπλάσσατο παῖδας Ὁππ. Κ. 3. 168· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Διογ. Λ. 8. 91, Πλούτ. 2. 807Α, Ἀππ., κτλ.· ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. [[ὡσαύτως]], «γλείφω» ἐντελῶς, λιχμώμενος [[ἔρσην]] Νικ. Ἀλ. 582· παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ [[ἀπολιχμάομαι]]. | |lstext='''λιχμάω''': ἀόρ. λιχμῆσαι Χρησμ. Σιβυλ. 11. 139 (πρβλ. ἐπιλ-). - Μέσ. (ἴδε κατωτ.)· μέλλ. -ήσομαι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 15, 4 (πρβλ. ἀπολ-)· ἀόρ. ἐλιγμησάμην παρὰ Διογ. Λ. 8. 91 ([[λείχω]]). Παίζω διὰ τῆς γλώσσης, ἐπὶ ὄφεων, ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ. λιχμώωντες Κόϊντ. Σμ. 5. 40 (ἀκριβῶς ὡς τὸ [[λελειχμότες]] παρὰ Ἡσ., ἴδε ἐν λέξ. [[λείχω]])· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ἑκατόν]]... κεφαλαὶ κολάκων... ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν, ἔπαιζον ὁλόγυρα ὡς ὄφεις..., Ἀριστοφ. Σφ. 1033, Εἰρ. 756 ([[ἔνθα]] ὁ Σχολ. μνημονεύει διάφ. γραφήν: ἐλιχνῶντο). 2) μεταβ., [[λείχω]], «γλείφω», ὄφεσι... λιχμῶσιν γένυν Εὐρ. Βάκχ. 697· ὡς ἄρκτος λιχμῶσα φίλους ἀνεπλάσσατο παῖδας Ὁππ. Κ. 3. 168· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Διογ. Λ. 8. 91, Πλούτ. 2. 807Α, Ἀππ., κτλ.· ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. [[ὡσαύτως]], «γλείφω» ἐντελῶς, λιχμώμενος [[ἔρσην]] Νικ. Ἀλ. 582· παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ [[ἀπολιχμάομαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et ao.</i><br />darder sa langue;<br /><i><b>Moy.</b></i> λιχμάομαι-ῶμαι;<br /><b>1</b> darder sa langue;<br /><b>2</b> lécher, pourlécher;<br /><b>3</b> fellare (Anth. Pal. 5, 38).<br />'''Étymologie:''' [[λείχω]]. | |||
}} | }} |