3,277,121
edits
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδείμαντος''': -ον, ([[δειμαίνω]]) [[ἄφοβος]], [[ἀκατάπληκτος]], Πινδ. Ν. 10. 30, κτλ.· μ. γεν., ἀδ. ἐμαυτῆς, [[ἄνευ]] φόβου περὶ ἐμαυτῆς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 162: - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. Χο. 771. 2) [[ἔνθα]] οὐδεὶς ἔγκειται [[φόβος]], ὁ μὴ παρέχων φόβον, [[οἰκία]], Λουκ. Φιλόψ. 31. | |lstext='''ἀδείμαντος''': -ον, ([[δειμαίνω]]) [[ἄφοβος]], [[ἀκατάπληκτος]], Πινδ. Ν. 10. 30, κτλ.· μ. γεν., ἀδ. ἐμαυτῆς, [[ἄνευ]] φόβου περὶ ἐμαυτῆς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 162: - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. Χο. 771. 2) [[ἔνθα]] οὐδεὶς ἔγκειται [[φόβος]], ὁ μὴ παρέχων φόβον, [[οἰκία]], Λουκ. Φιλόψ. 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne s’effraie pas : [[ἀδείμαντος]] ἐμαυτῆς ESCHL sans crainte pour moi-même;<br /><b>2</b> où il n’y a rien à craindre.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δειμαίνω]]. | |||
}} | }} |