Anonymous

ἠμί: Difference between revisions

From LSJ
320 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠμί''': (ἴδε ἐν τέλ.) [[λέγω]], Λατ. inquam, τό α΄ πρόσ. τοῦ ἐνεστ. ἐν χρήσει ἐν τῷ Ἀττ. διαλόγῳ [[ὁπόταν]] ἐπαναλαμβάνηταί τι μετ’ ἐμφάσεως, παῖ ἠμί, παῖ Ἀριστοφ. Νεφ. 1145, Βατρ. 37· ἄλλως μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑν. ἦσι, Σαπφὼ 97, ἠσί, Ἕρμιππ. Ἀθ. 6· Δωρ. ἠτὶ Ἀλκμάν 139. ΙΙ. παρατ. ἦν, γ΄ ἑνικ. ἦ (ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] ὃν ἔχει ὁ Ὅμ., ἰδίως ἐν τῇ Ἰλ., ἀείποτε ἐν τέλει τῶν λόγων τινός, [[ὅπως]] μεταβῇ εἰς ἑτέραν πρᾶξιν), ἦ, καί ἐπ’ ἀργυρἐῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα, εἶπε, καί.., Ἰλ. Α. 219, κτλ.· ἦ ῥα, καί [[ἀμπεπαλών]] προΐει… [[ἔγχος]] Γ. 355, κτλ.· σπαν. μετά τοῦ ὑποκειμ., ἦ ῥα [[γυνή]] [[ταμίη]] Ζ. 390· - παρ’ Ἀττ. ὁ παρατ. [[οὗτος]] [[εἶναι]] [[συχνός]] ἐν ταῖς φράσεσιν: ἦν δ’ ἐγώ, [[εἶπον]] ἐγώ, Πλάτ. Πολιτ. 327C, κλ., ἦ δ’ ὅς, εἶπεν [[ἐκεῖνος]], Κρατῖν. Πυτ. 15, Ἀριστοφ. Σφηξ. 795, Πλάτ. κλ.· ἦ δ’ ἣ ὁ αὐτ. Συμπ. 205C· ἐν χρήσει [[ὅπως]] εἰσαγάγῃ τούς λόγους τοῦ λαλοῦντος, και τίθεται μετά τὰς πρώτας λέξεις, ὡς τὸ Λατ. inquam, inquit· - [[ὡσαύτως]] ἐπαναλαμβανομένου τοῦ ὑποκειμένου, ἦ δ’ ὃς ὁ Γλαύκων Πλάτ. Πολιτ. 327Β, κτλ. (Ἡ [[λέξις]] δὲν ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ [[φημί]], [[διότι]] ἡ [[ῥίζα]] εὕρηται ἐν τῇ Σανσκρ. âh-a (inquit), Λατ. aio, ad-agium· ἴδε Curt. Gr. Et. ἀρ. 611.)
|lstext='''ἠμί''': (ἴδε ἐν τέλ.) [[λέγω]], Λατ. inquam, τό α΄ πρόσ. τοῦ ἐνεστ. ἐν χρήσει ἐν τῷ Ἀττ. διαλόγῳ [[ὁπόταν]] ἐπαναλαμβάνηταί τι μετ’ ἐμφάσεως, παῖ ἠμί, παῖ Ἀριστοφ. Νεφ. 1145, Βατρ. 37· ἄλλως μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑν. ἦσι, Σαπφὼ 97, ἠσί, Ἕρμιππ. Ἀθ. 6· Δωρ. ἠτὶ Ἀλκμάν 139. ΙΙ. παρατ. ἦν, γ΄ ἑνικ. ἦ (ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] ὃν ἔχει ὁ Ὅμ., ἰδίως ἐν τῇ Ἰλ., ἀείποτε ἐν τέλει τῶν λόγων τινός, [[ὅπως]] μεταβῇ εἰς ἑτέραν πρᾶξιν), ἦ, καί ἐπ’ ἀργυρἐῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα, εἶπε, καί.., Ἰλ. Α. 219, κτλ.· ἦ ῥα, καί [[ἀμπεπαλών]] προΐει… [[ἔγχος]] Γ. 355, κτλ.· σπαν. μετά τοῦ ὑποκειμ., ἦ ῥα [[γυνή]] [[ταμίη]] Ζ. 390· - παρ’ Ἀττ. ὁ παρατ. [[οὗτος]] [[εἶναι]] [[συχνός]] ἐν ταῖς φράσεσιν: ἦν δ’ ἐγώ, [[εἶπον]] ἐγώ, Πλάτ. Πολιτ. 327C, κλ., ἦ δ’ ὅς, εἶπεν [[ἐκεῖνος]], Κρατῖν. Πυτ. 15, Ἀριστοφ. Σφηξ. 795, Πλάτ. κλ.· ἦ δ’ ἣ ὁ αὐτ. Συμπ. 205C· ἐν χρήσει [[ὅπως]] εἰσαγάγῃ τούς λόγους τοῦ λαλοῦντος, και τίθεται μετά τὰς πρώτας λέξεις, ὡς τὸ Λατ. inquam, inquit· - [[ὡσαύτως]] ἐπαναλαμβανομένου τοῦ ὑποκειμένου, ἦ δ’ ὃς ὁ Γλαύκων Πλάτ. Πολιτ. 327Β, κτλ. (Ἡ [[λέξις]] δὲν ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ [[φημί]], [[διότι]] ἡ [[ῥίζα]] εὕρηται ἐν τῇ Σανσκρ. âh-a (inquit), Λατ. aio, ad-agium· ἴδε Curt. Gr. Et. ἀρ. 611.)
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />dire, <i>d’ord. en parenthèse</i>, [[ἦν]] δ’ [[ἐγώ]] dis-je ; ἦ, dit-il ; ἦ δ’ [[ὅς]] AR, ἦ δ’ ἥ PLAT dit-il, dit-elle ; ἦ δ’ ὃς ὁ [[Σωκράτης]] PLAT et, dit Socrate.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lat.</i> aio.
}}
}}