Anonymous

ἀξιόκτητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀξιόκτητος''': -ον, ὁ [[ἄξιος]] κτήσεως, [[ἄξιος]] νὰ γείνῃ κτῆμά τινος, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 10, Παυσ. 1. 9. 5.
|lstext='''ἀξιόκτητος''': -ον, ὁ [[ἄξιος]] κτήσεως, [[ἄξιος]] νὰ γείνῃ κτῆμά τινος, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 10, Παυσ. 1. 9. 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />digne d’être acquis <i>ou</i> possédé.<br />'''Étymologie:''' [[ἄξιος]], [[κτάομαι]].
}}
}}