Anonymous

δίπτυχος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίπτῠχος''': -ον, ([[πτύσσω]]), δὶς συνεπτυγμένος, δύο πτυχὰς ἔχων, διπλωμένος, δίπτυχον ἀμφ’ ὤμοισιν ἔχων... λώπην Ὀδ. Ν. 224 (οὕτω, δίπτυχα λώπην, αἰτιατικὴ κατὰ μεταπλασμόν, ὡς εἶ ἦτο ἡ ὀνομαστικὴ δίπτυξ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 32)· δ. [[δελτίον]], δίθυρον, εἰς δύο διπλούμενον, Ἡρόδ. 7. 239 (παρὰ μεταγ. συγγραφ. δίπτυχα, τά)· ― ἐν τῇ Ὁμηρ. φράσει δίπτυχα ποιήσαντες [τὴν κνῖσαν], ἡ ἀρίστη [[ἑρμηνεία]] [[εἶναι]] ἡ τῶν Ἑνετ. Σχολ. καθ’ ἣν τὸ δίπτυχα λαμβάνεται ἐπιρρηματικῶς, διπλώσαντες τὴν πιμελήν, δηλ. θέντες μίαν σειρὰν πιμελῆς (ἐπιπλόου) ὑπὸ τοὺς προσφερομένους μηρούς, ἑτέραν δὲ ἐπ’ αὐτῶν, «[[ὥστε]] τὸ μὲν ὑπερστρῶσθαι, τὸ δὲ ἐπιβεβλῆσθαι», Ἰλ. Α. 461, Β. 424, κτλ. ΙΙ. διπλοῦς, Λατ. geminus, δ. [[δῶρον]] Εὐρ. Ἴωνι 1010· [[γλῶσσα]] ὁ αὐτ. Τρῳ. 286· καὶ ἐν τῷ πληθ. δισσοί, δύο δ. ὀδύναι, Σοφ. Ἀποσπ. 464· νεανίαι Εὐρ. Ι. Τ. 242, πρβλ. Ὀρ. 633, Ἀνδρ. 578, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 471.
|lstext='''δίπτῠχος''': -ον, ([[πτύσσω]]), δὶς συνεπτυγμένος, δύο πτυχὰς ἔχων, διπλωμένος, δίπτυχον ἀμφ’ ὤμοισιν ἔχων... λώπην Ὀδ. Ν. 224 (οὕτω, δίπτυχα λώπην, αἰτιατικὴ κατὰ μεταπλασμόν, ὡς εἶ ἦτο ἡ ὀνομαστικὴ δίπτυξ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 32)· δ. [[δελτίον]], δίθυρον, εἰς δύο διπλούμενον, Ἡρόδ. 7. 239 (παρὰ μεταγ. συγγραφ. δίπτυχα, τά)· ― ἐν τῇ Ὁμηρ. φράσει δίπτυχα ποιήσαντες [τὴν κνῖσαν], ἡ ἀρίστη [[ἑρμηνεία]] [[εἶναι]] ἡ τῶν Ἑνετ. Σχολ. καθ’ ἣν τὸ δίπτυχα λαμβάνεται ἐπιρρηματικῶς, διπλώσαντες τὴν πιμελήν, δηλ. θέντες μίαν σειρὰν πιμελῆς (ἐπιπλόου) ὑπὸ τοὺς προσφερομένους μηρούς, ἑτέραν δὲ ἐπ’ αὐτῶν, «[[ὥστε]] τὸ μὲν ὑπερστρῶσθαι, τὸ δὲ ἐπιβεβλῆσθαι», Ἰλ. Α. 461, Β. 424, κτλ. ΙΙ. διπλοῦς, Λατ. geminus, δ. [[δῶρον]] Εὐρ. Ἴωνι 1010· [[γλῶσσα]] ὁ αὐτ. Τρῳ. 286· καὶ ἐν τῷ πληθ. δισσοί, δύο δ. ὀδύναι, Σοφ. Ἀποσπ. 464· νεανίαι Εὐρ. Ι. Τ. 242, πρβλ. Ὀρ. 633, Ἀνδρ. 578, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 471.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> plié en deux replié ; [[δελτίον]] δίπτυχον HDT tablette double <i>ou</i> repliée ; <i>adv.</i> • [[δίπτυχα]] IL de manière à former une double couche, d’un côté et de l’autre, tout autour;<br /><b>2</b> double, <i>au plur.</i> deux.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[πτύσσω]].
}}
}}