3,271,286
edits
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λειριόεις''': εσσα, εν, ([[λείριον]])˙― ὡς [[κρίνον]], [[ὅμοιος]] κρίνῳ, ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. μόνον μεταφ., χρὼς [[λειριόεις]], ἐπιδερμὶς ὁμοία πρὸς [[κρίνον]], Ἰλ. Ν. 830˙ ἐπὶ τῶν τεττίγων, ὄψ λειριόεσσα, ἡ λεπτὴ αὐτῶν [[φωνή]], Γ. 152˙ καὶ ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν Μουσῶν, Ἡσ. Θ. 41˙ Ἑσπερίδες Κόϊντ. Σμ. 2. 418. 2) τοῦ κρίνου, κάρη Νικ. Ἀλ. 406. | |lstext='''λειριόεις''': εσσα, εν, ([[λείριον]])˙― ὡς [[κρίνον]], [[ὅμοιος]] κρίνῳ, ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. μόνον μεταφ., χρὼς [[λειριόεις]], ἐπιδερμὶς ὁμοία πρὸς [[κρίνον]], Ἰλ. Ν. 830˙ ἐπὶ τῶν τεττίγων, ὄψ λειριόεσσα, ἡ λεπτὴ αὐτῶν [[φωνή]], Γ. 152˙ καὶ ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν Μουσῶν, Ἡσ. Θ. 41˙ Ἑσπερίδες Κόϊντ. Σμ. 2. 418. 2) τοῦ κρίνου, κάρη Νικ. Ἀλ. 406. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όεσσα, όεν;<br />blanc <i>ou</i> beau comme un lis ; qui a la douceur du lis.<br />'''Étymologie:''' [[λείριον]]. | |||
}} | }} |